Τι πρέπει να προσέχουν οι διαβητικοί όταν νηστεύουν
Η νηστεία αποτελεί μέρος αρκετών θρησκειών και σύμφωνα πλέον με επιστημονικές μελέτες θεωρείται μία τις μεθόδους βελτίωσης της υγείας, της καρδιακής λειτουργίας ενώ παράλληλα μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, «επισκευάζοντας» τα γονίδια και προωθώντας την μακροζωία.
Ωστόσο, για άτομα με διαβήτη ενδέχεται να προκαλέσει κάποιες σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο την υγεία τους υποστηρίζει η Δρ. Ελένη Παπαγιαννίδου, MmedSci.
Η κα. Παπαγιαννίδου θα αναπτύξει το θέμα αυτό δηλαδή πως θα πρέπει να νηστεύουν τα άτομα με διαβήτη έτσι ώστε να αποφύγουν τις επιπλοκές και να αποκομίσουν μόνο τα οφέλη για την υγεία τους. Η ομιλία θα πραγματοποιηθεί στην Ημερίδα «Σακχαρώδης Διαβήτης: Ένα Σύγχρονο Πρόβλημα Υγείας», που θα πραγματοποιηθεί στις 28 Ιανουαρίου 2017 στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων (ΚΕ.ΔΕ.Α.) στη Θεσσαλονίκη.
Η νηστεία συνεπάγεται για τις περισσότερες θρησκείες είτε αποχή για αρκετές ώρες από το φαγητό ή περιορισμό των τροφών ή απλά αλλαγή στο σύνηθες διατροφολόγιο. Ως νηστεία λοιπόν ορίζεται η μερική ή ολική αποχή από όλα τα τρόφιμα ή από συγκεκριμένη ομάδα τροφίμων. Και μπορεί η νηστεία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι πολλών θρησκειών ως πνευματικός εξαγνισμός ωστόσο σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει την υγεία του ατόμου.
Οι επιπτώσεις της νηστείας στην υγεία του ατόμου αποτελούν πλέον αντικείμενο ερευνών τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι έρευνες εστιάζονται στη νηστεία ως μη-φαρμακολογική παρέμβαση για τη βελτίωση της υγείας και την αύξηση της μακροζωίας. Οι τρεις νηστείες στις οποίες κυρίως έχουν εστιάσει οι έρευνες είναι ο θερμιδικός περιορισμός (ΘΠ), η διαλείπουσα νηστεία (ΔΝ) και ο διαιτητικός περιορισμός (ΔΠ).
Η χριστιανική ορθόδοξη νηστεία αφορά την αποχή από συγκεκριμένα ζωικής προέλευσης τρόφιμα. Αποτελεί μια μορφή διαιτητικού περιορισμού (ΔΠ) και αυστηρής χορτοφαγίας.
Σε αντίθεση η νηστεία του Ραμαζανιού σημαίνει αποχή από τροφή και υγρά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Αποτελεί μια μορφή διαλείπουσας νηστείας (ΔΝ) με τη διαφορά πως δεν επιτρέπονται τα υγρά.
Στα υγιή άτομα κατά τις ώρες της νηστείας (αποχής από τροφή) σταματά να παράγεται ινσουλίνη εξαιτίας της χαμηλής γλυκόζης στο αίμα και το σώμα χρησιμοποιεί το γλυκογόνο, μια μορφή αποθηκευμένης γλυκόζης στο συκώτι μας.
Όταν η νηστεία παρατείνεται για αρκετές ώρες, οι αποθήκες γλυκογόνου εξαντλούνται, απελευθερώνονται λιπαρά οξέα από τα λιποκύτταρα και στη συνέχεια παράγονται κετόνες, που χρησιμεύουν για ενέργεια. Αυτή η διαδικασία κάνει το σώμα να αλλάζει το καύσιμο που χρησιμοποιεί για ενέργεια. Δηλαδή αντί να καίει γλυκόζης να καίει σωματικό λίπος, ενώ ταυτόχρονα προστατεύει το σώμα να μην χάσει μυϊκή μάζα. Κατά τη νηστεία με αυτό τον τρό το σώμα καταφέρνει να διατηρεί τη γλυκόζη στο αίμα σε φυσιολογικό εύρος.
Ωστόσο, στα άτομα με διαβήτη, η ισορροπία μεταξύ των επίπεδων ινσουλίνης και αντι-ρυθμιστικών ορμονών είναι ελαττωματική. Ως εκ τούτου, η παρατεταμένη νηστεία μπορεί να οδηγήσει σε υπεργλυκαιμία γιατί το σώμα τους φτιάχνει γλυκόζη μέσω του φαιννομένου της γλυκονεογένεσης.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες είναι σημαντικό ο διαβητικός να αξιολογηθεί τουλάχιστον δύο μήνες πριν την έναρξη της νηστείας και να εκπαιδευτεί στο πόσο συχνά πρέπει να παρακολουθεί τη γλυκόζη στο αίμα του και να έχει ήδη πετύχει νορμογλυκαιμία. Κατά τη διάρκεια της νηστείας του Ραμαζανιού, η παρακολούθηση από τους ειδικούς και τον διαιτολόγο θα πρέπει να είναι πολύ συχνή με βασικό μέλημα την πρόληψη σοβαρών υπογλυκαιμικών και υπεργλυκαιμικών επεισοδίων. Σύμφωνα με την EPIDIAR μελέτη η υπογλυκαιμία αυξήθηκε κατά περίπου 7,5 φορές και η υπεργλυκαιμία κατά περίπου 5 φορές στα άτομα με τύπου 2 διαβήτη. Άτομα με διαβήτη που λαμβάνουν κάποια φάρμακα που προκαλούν χαμηλά επίπεδα γλυκόζης (π.χ. σουλφονουρίες και ινσουλίνη) είναι πιο επιρρεπή σε υπογλυκαιμικά επεισόδια.
Σε αντίθεση με την πληθώρα μελετών για την επίδραση της νηστείας κατά το Ραμαζάνι στα διαβητικά άτομα, υπάρχει παντελή έλλειψη μελετών που να εξετάζουν την επίδραση της ορθόδοξης νηστείας στα διαβητικά άτομα. Η ορθόδοξη νηστεία μοιάζει αρκετά με αυστηρή χορτοφαγία, η οποία εστιάζει σε ψωμί, δημητριακά, φρούτα, όσπρια, ξηρούς καρπούς, σπόρους, θαλασσινά και λαχανικά. Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι το διαβητικό άτομο επιτυγχάνει καλύτερη γλυκαιμία όταν η νηστεία δίνει έμφαση στα μη αμυλούχα λαχανικά, τα θαλασσινά, τα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς και σπόρους, τα καλά λιπαρά και αποφεύγουν το ψωμί, τα δημητριακά και τα αμυλούχα λαχανικά.
Επειδή μία τέτοιου τύπου διατροφή είναι πολύ χαμηλή σε ζωική πρωτεΐνη και δεν βοηθά στον κορεσμό είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθεί. Ωστόσο, εφόσον το άτομο βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό και με τον ειδικό διατροφολόγο του και κάνει συχνή παρακολούθηση τη γλυκόζης στο αίμα του μπορεί να νηστέψει χωρίς να βάζει σε κίνδυνο την υγεία του.