Τι αλλάζει στην ιατρική εκπαίδευση; Νέοι καιροί νέα καθήκοντα
Του Κώστα Β. Μάρκου, Προέδρου του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), Καθηγητή Πανεπιστημίου Πατρών
Η προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση των γιατρών (και όχι μόνο) είναι ένα διαρκές και μεγάλο στοίχημα, το οποίο η Πολιτεία με τα συντεταγμένα όργανα της και η κοινωνία οφείλουν διαχρονικά να το κερδίζουν. Οι ραγδαίες επιστημονικές εξελίξεις που επιτελούνται πρέπει να είναι σε άμεση επαφή με τις κοινωνικές διεργασίες και απαιτήσεις και να συγχρονίζονται μαζί τους. Μόνο τότε επιτυγχάνεται η συνολική πρόοδος που υπηρετεί αφενός το σήμερα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανταπόκριση στις ανάγκες του αύριο.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ακόμα και πριν την εμφάνιση της κρίσης, οι δυο αυτές φάσεις της ιατρικής εκπαιδευτικής διαδικασίας ακολούθησαν με διαφορετικούς ρυθμούς τις απαιτήσεις των καιρών. Η μεν προπτυχιακή εκπαίδευση μπόρεσε και ανταποκρίθηκε αρκετά ικανοποιητικά, παρά την δραματική υποστελέχωση των Ιατρικών Σχολών από το 2010 και μετά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τότε, μόλις το 2015-2016 έγιναν προκηρύξεις νέων θέσεων ΔΕΠ και προσελήφθησαν οι επιτυχώς κριθέντες αναμένοντες επί 7ετία (όσοι είχαν το κουράγιο να περιμένουν). Η επιτυχής αυτή ανταπόκριση οφείλεται κύρια στην αυτόνομη και ευλύγιστη δυνατότητα αυτορρύθμισης των ΑΕΙ. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.
Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι η μεταπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση, η οποία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Η πραγματικότητα είναι ότι έχουμε μια εκπαιδευτική διαδικασία η οποία αποκλίνει από τους ζητούμενους στόχους σε ότι αφορά τους νέους γιατρούς. Στον τομέα αυτό σημειώθηκαν σημαντικές καθυστερήσεις και στρεβλώσεις που χρονολογούνται τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν την έλευση της κρίσης. Αιτίες ήταν η έλλειψη πολιτικής βούλησης, η απουσία στοιχειώδους στρατηγικής, η χαοτική ανάπτυξη του συστήματος και οι κάθε είδους πελατειακές σχέσεις πολιτικές, φιλικές, συντεχνιακές κ.α. Παράλληλα, η όλη διαδικασία έχει οικοδομηθεί σε μία βάση που περισσότερο βλέπει τους νέους γιατρούς σαν εργαλείο παραγωγής έργου και κάλυψης εργασιακών κενών και λιγότερο ως εκπαιδευτικά υποκείμενα που βρίσκονται σε μία φάση απόκτησης ειδικών γνώσεων.
Η οικονομική κρίση, όπως ήταν φυσικό επιδείνωσε το όλο πρόβλημα. Σημαντική συνέπεια της ήταν και πάλι η υποστελέχωση σε απόλυτους αριθμούς και οι ανισοκατανομή των υπαρχόντων στελεχών. Είναι κι εδώ χαρακτηριστικό ότι οι πρώτες προσπάθειες ανακοπής της κατάρρευσης άρχισαν το 2015 και συνεχίστηκαν το 2016, ενώ το 2017 φαίνεται ότι είναι η πρώτη χρονιά «στρατηγικής αντεπίθεσης».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων το Φεβρουάριο 2016, αμέσως μόλις αναλάβαμε καθήκοντα στο ΚΕΣΥ, πήραμε πρωτοβουλίες αναμόρφωσης και μεταρρύθμισης της κατάστασης. Από τον Απρίλιο 2016 σε συνεργασία με τις Ιατρικές Σχολές, τις Επιστημονικές Εταιρείες Κορμού (αυτές που εκπροσωπούν τις κύριες ειδικότητες) και τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, ξεκινήσαμε διαβουλεύσεις και τώρα είμαστε στην τελική φάση διαμόρφωσης ορισμένων αρχών για τη λήψη ειδικότητας, την αναμόρφωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την επαναξιολόγηση των εκπαιδευτικών κέντρων και την ουσιαστική παροχή της εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με ετήσια ποιοτική αξιολόγηση των ειδικευομένων από τους εκπαιδευτές, αλλά και των εκπαιδευτών από τους ειδικευόμενους. Στη διαδικασία αυτή η ΟΕΝΓΕ παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις που απευθύναμε δεν ανταποκρίθηκε.
Βασικοί άξονες των αλλαγών είναι:
Η δημιουργία με θεσμικό τρόπο 7 μελών Ομάδων Εργασίας Ειδικοτήτων και Εξειδικεύσεων (ΟΕΕ) από 3 εκπροσώπους των Ιατρικών Σχολών, 3 εκπροσώπους των Εταιρειών Κορμού (γιατροί ΕΣΥ) και 1 εκπρόσωπο του ΠΙΣ (ελεύθερο επαγγελματία). Όλα τα μέλη έχουν αντίστοιχα αναπληρωματικά, τα οποία έχουν δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής στις ευθύνες, στις διαβουλεύσεις και συμβολής στο έργο που θα επιτελεστεί.
Οι Ομάδες Εργασίας όλων των ειδικοτήτων έχουν ήδη συγκροτηθεί και ανέλαβαν έργο.
Αρμοδιότητα των ΟΕΕ είναι:
Ο καθορισμός του ελάχιστου αριθμού ειδικευμένων σε σχέση με τους ειδικευόμενους στα εκπαιδευτική κέντρα, που θα πρέπει να γίνει ανάλογα με το κλινικό φορτίο και το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Η διαμόρφωση σύγχρονου προγράμματος σπουδών (ανά έτος ειδικότητας) και σαφής ποσοτικός και ποιοτικός καθορισμός των δεξιοτήτων που πρέπει να αποκτήσει ο ειδικευόμενος.
Θεσμοθετείται το βιβλιάριο ειδικευομένου (logbook) και ορίζονται οι ικανότητες (skills). Η τήρηση του βιβλιαρίου είναι υποχρεωτική καθ΄ όλη την διάρκεια της εκπαίδευσης και δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο για όλες τις ειδικότητες. Επιπλέον, με τις τελικές εξετάσεις θα γίνεται και η αξιολόγηση του ειδικευομένου μέσω του βιβλιαρίου, ούτως ώστε να αποφεύγεται η κρίση της «εξεταστικής στιγμής». Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε ένα σύστημα λιγότερο «εξεταστικοκεντρικό» και περισσότερο ουσιαστικό, όσον αφορά την αξιολόγηση κάθε νέου γιατρού.
Οι τελικές εξετάσεις θα είναι Πανελλαδικές, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τρεις (3) φορές τον χρόνο. Η ΟΕΕ θα ορίζει μια υποομάδα εξεταστών για την Αθήνα και μία για την Θεσσαλονίκη. Κάθε εξεταστική υποομάδα θα απαρτίζεται από τρεις (3) εξεταστές. Η επιλογή των εξεταστών θα είναι απ΄ όλη την Ελλάδα και θα πραγματοποιείται από κατάλογο εκπαιδευτών για την διενέργεια της εξεταστικής διαδικασίας και πρέπει να αλλάζει (επιθυμητό) κάθε εξεταστική περίοδο.
Οι εξετάσεις θα είναι γραπτές και προφορικές. Στις γραπτές εξετάσεις θα υπάρχει βαθμός. Οι εξεταζόμενοι θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει τη βάση στα γραπτά, η οποία θα είναι το πέντε (5), για να προχωρήσουν στα προφορικά. Το τελικό αποτέλεσμα μετά και την προφορική εξέταση θα πρέπει να είναι δομημένο και ποιοτικό. Κάθε επιτυχώς εξετασθείς, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, θα λαμβάνει τίτλο ειδικότητας με βαθμό (Άριστα, Λίαν Καλώς, Καλώς). Η αξιολόγηση αυτή θα λαμβάνεται υπόψη σε μελλοντικές προκηρύξεις για κατάληψη θέσεων στο ΕΣΥ.
Οι επιδόσεις των εξεταζόμενων θα χρησιμεύουν και για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών κέντρων.
Η αξιολόγηση και διαπίστευση των εκπαιδευτικών κέντρων πλήρους και μερικής χορήγησης ειδικότητας.
Η εφαρμογή κινητικότητας (Rotation) των εκπαιδευόμενων μετά τη δημιουργία, αξιολόγηση και διαπίστευση των εκπαιδευτικών κέντρων αναφοράς, με σκοπό την ομοιογενή πρόσληψη γνώσεων και ικανοτήτων.
Προκειμένου να εκλογικευτεί το άναρχο τοπίο με τις Ιατρικές Εταιρείες το ΚΕΣΥ έχει προκρίνει ότι πρέπει να υπάρχει μια μόνο Επιστημονική Εταιρεία Κορμού πιστοποιημένη στο ΚΕΣΥ και την Πολιτεία, με δορυφόρους τις υπόλοιπες Εταιρείες με συναφές αντικείμενο. Όλες οι πιστοποιημένες Εταιρείες Κορμού θα έχουν ορισμένες κοινές καταστατικές αρχές που θα προταθούν από το ΚεΣΥ και θα αφορούν την εκλογή των Διοικητικών οργάνων, τη διαφάνεια στη χρήση των οικονομικών μέσων, τη συμμετοχική διαδικασία των μελών κ.α
Επίσης θεσμοθετούνται νέες ιατρικές ειδικότητες όπως η Κλινική Γενετική, νέες εξειδικεύσεις όπως η Επειγοντολογία και νέες ειδικότητες της Οδοντιατρικής όπως η Χειρουργική Στόματος. Η διαδικασία αυτή είναι σε εξέλιξη και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στη ποιοτική αλλά και ποσοτική βελτίωση των Γενικών Γιατρών, που θα στελεχώσουν την υπό ανάπτυξη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.
Συνοπτικά, οι αλλαγές στοχεύουν στον ορθολογισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στη βελτίωση του επιπέδου των παρεχόμενων γνώσεων και στη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το ΚΕΣΥ στους καθ` ύλη αρμόδιους, δηλαδή στους θεράποντες της κάθε Ιατρικής Ειδικότητες.