Το «ταξίδι» με τον καρκίνο του μαστού

Το «ταξίδι» με τον καρκίνο του μαστού

Η κατάρρευση του συστήματος υγείας, η ανεπαρκής διεξαγωγή προσυμπτωματικού ελέγχου και η αναιμική πρωτοβάθμια φροντίδα προκαλούν σημαντικές καθυστερήσεις, μεγάλη ταλαιπωρία στις ασθενείς, με καρκίνο του μαστού, αλλά και σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τις οικογένειες.

Σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας που παρουσιάστηκε στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη διοίκηση, τα οικονομικά και τις πολιτικές της υγείας 2015, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, το 49% των γυναικών δεν είχε κάνει ποτέ αυτοεξέταση μαστού (παρόλο που 75,8% εξ αυτών γνώριζαν πώς να την κάνουν), το 53% δεν είχε κάνει ποτέ υπέρηχο μαστών και το 35,7% δεν είχε κάνει ποτέ μαστογραφία. Αντιθέτως, ήταν μόνο 8,7% το ποσοστό των γυναικών που δεν είχαν κάνει ποτέ τεστ Παπανικολάου.

Το 30,8% των γυναικών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό για ψηλάφηση/υπέρηχο και το 26,5% των γυναικών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε προληπτική μαστογραφία, με συνηθέστερα αίτια την υπερβολική απασχόληση σε άλλους τομείς της ζωής, την αμέλεια και το κόστος.

Το 69,30% των γυναικών οδηγήθηκε στη διάγνωση λόγω κάποιου συμπτώματος, ενώ μόνο το 30,70% οδηγήθηκε στη διάγνωση μέσω προληπτικού ελέγχου. Οι γυναίκες καθυστέρησαν σημαντικά περισσότερο να απευθυνθούν σε γιατρό στην περίπτωση που είχαν εντοπίσει κάποιο σύμπτωμα, σε σύγκριση με την περίπτωση που είχαν υποβληθεί σε προληπτικό έλεγχο. Ως εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό ανέφεραν τη λίστα αναμονής για ραντεβού (σε ποσοστό 17,1%), την απουσία ειδικότητας στον τόπο διαμονής (14,7%) και την ύπαρξη υπηρεσίας υγείας σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο κατοικίας (12,3%).

Επίσης σε  ολική μαστεκτομή  υπεβλήθη το 65,6%, τμηματεκτομή/τεταρτεκτομή (23,4%), μερική μαστεκτομή (6,8%), άλλο (4,2%).  Το 57,4% των επεμβάσεων πραγματοποιήθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο/κλινική και το 42,6% σε δημόσιο νοσοκομείο, ενώ τα βασικότερα κριτήρια επιλογής νοσοκομείου ήταν το πού χειρουργούσε ο επιλεγμένος χειρουργός (84,1%), η επιλογή εξειδικευμένης ογκολογικής μονάδας/μονάδας μαστού (29,8%), ο χρόνος αναμονής για το χειρουργείο (17,5%) και το ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί από ίδια κεφάλαια (9,5%). Το 73,4% των ασθενών έκανε χημειοθεραπεία μετά το χειρουργείο και το 68,0% έκανε ακτινοθεραπείες (στο 77,6% αυτών, είχε προηγηθεί χημειοθεραπεία).

Το 5,6% των ασθενών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό και το 3,6% ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε κάποια από τις εξετάσεις, με κυριότερους λόγους το κόστος και την έλλειψη χρόνου λόγω οικογενειακών ή άλλων υποχρεώσεων. Το κόστος της θεραπείας σε άμεσες πληρωμές ήταν, κατά μέσον όρο, 2.156 ευρώ για το χειρουργείο, 789 ευρώ για τις χημειοθεραπείες, 265 ευρώ για τη θεραπεία με ενδοφλέβιες εγχύσεις/βιολογικό παράγοντα, 707 ευρώ για τις ακτινοθεραπείες και 572 ευρώ για την παρακολούθηση.

Στην ερώτηση «πώς καλύψατε τα έξοδα που πληρώσατε από την τσέπη σας για τη θεραπεία σας;», ποσοστό 73,3% απάντησε «από το εισόδημά μου/της οικογένειάς μου», 35,8% «από τις αποταμιεύσεις μου», 19,0% «βοήθησαν οι γονείς μου», ενώ το 10% κατέφυγε σε δανεισμό από συγγενείς και φίλους και σε εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, υπήρξε πρόσθετη επιβάρυνση της οικογένειας, λόγω πρόσληψης ατόμου για τις δουλειές του σπιτιού και τη φύλαξη των παιδιών (ενώ πριν δεν χρειαζόταν), ενώ, από τις εργαζόμενες ασθενείς, 58,5% πήραν αναρρωτική άδεια από τη δουλειά (με αποδοχές), 30,2% σταμάτησαν να δουλεύουν για κάποιο χρονικό διάστημα ή πήραν άδεια άνευ αποδοχών και 10,7% παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους.