Σωστή επιλογή του ενδοφακού για ταυτόχρονη λύση γλαυκώματος και καταρράκτη
Την προσοχή, όσων πάσχουν από γλαύκωμα και καταρράκτη ταυτόχρονα και προχωρήσουν σε εγχείρηση για την τοποθέτηση ενδοφακού, εφιστά ο χειρουργός οφθαλμίατρος, Καθηγητής Οφθαλμολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και επιστημονικός υπεύθυνος του Οφθαλμολογικού Κέντρου Γλαυκώματος & Laser Αθηνών κ .Βασίλης Κοζομπόλης.
«Κι αυτό γιατί η επιλογή του τύπου του ενδοφακού που θα τοποθετηθεί σε αυτούς τους ασθενείς είναι ιδιαίτερα σημαντική» ανέφερε μιλώντας πριν από λίγες ημέρες στην Κωνσταντινούπολη σε διεθνή ημερίδα για το γλαύκωμα με θέμα: «Νέες προσεγγίσεις σε παλαιά προβλήματα» ο καθηγητής κ. Κοζομπόλης.
Σύμφωνα με τον Έλληνα Καθηγητή Οφθαλμολογίας οι ασθενείς αυτοί αποτελούν πολύ ειδική κατηγορία και πρέπει να τυχαίνουν ιδιαίτερης και προσεκτικής αντιμετώπισης . Και αυτό διότι παρουσιάζουν λειτουργικές και ανατομικές ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν τόσο την προεγχειρητική προετοιμασία τους όσο και την ειδική διεγχειρητική και μετεγχειρητική προσέγγιση που απαιτείται.
Ο βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι το γλαύκωμα είναι χρόνια νόσος, που προοδευτικά εξελίσσεται και όποια βλάβη προκαλέσει δεν είναι αναστρέψιμη.
Αντίθετα ο καταρράκτης είναι αντιμετωπίσιμη χειρουργικά νόσος.
Η χειρουργική θεραπεία των δυο παθήσεων μπορεί να γίνει ταυτόχρονα. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επέμβαση για το καλύτερο δυνατό οπτικό αποτέλεσμα παίζουν τα χαρακτηριστικά του ενδοφακού που θα τοποθετηθεί.
Οι ενδοφακοί για τους ασθενείς με καταρράκτη έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ως προς τον σχεδιασμό, το υλικό κατασκευής τους (ακρυλικοί, σιλικόνης, PMMA) και τοποθετούνται σε συγκεκριμένη θέση στο μάτι.
«Οι παράμετροι αυτοί έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους ασθενείς με υψηλή ενδοφθάλμια πίεση ή αυτούς που πάσχουν από γλαύκωμα ή από άλλα σύνδρομα όπως αυτό της ψευδοαποφολίδωσης» εξηγεί ο κ Κοζομπόλης και προσθέτει πως «Ο τρόπος επίσης με τον οποίο υπολογίζεται η ισχύς του ενδοφακού είναι πολύ σημαντικός αλλά και αρκετά περίπλοκος αφού πρέπει να χρησιμοποιηθεί η σωστή φόρμουλα υπολογισμού του ενδοφακού για να έχουμε το σωστό οπτικό αποτέλεσμα για τον ασθενή.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι στους ασθενείς με γλαύκωμα ή λειτουργία της «ευαισθησίας των αντιθεσέων» (contrast sensitivity) είναι μειωμένη. Αν λοιπόν τοποθετηθεί είδος ενδοφακού που μειώνει περαιτέρω την παραπάνω λειτουργία, τότε ο ασθενής μας θα αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα»
Σύμφωνα με τον Έλληνα καθηγητή οφθαλμολογίας η επιλογή του ενδοφακού πρέπει να στοχεύει ώστε ο ασθενής με γλαύκωμα να αποφύγει την εμφάνιση θάμβους που οφείλεται σε αυξημένη «σφαιρική εκτροπή» και να αποφύγει την εμφάνιση δευτερογενούς καταρράκτου, φλεγμονής κ.λ.π.
Σε ό,τι αφορά τους επονομαζόμενους πρεσβυωπικούς ενδοφακούς, σε γενικές γραμμές και εφόσον οασθενής με γλαύκωμα δεν είναι απολύτως ελεγχόμενος και σταθερός, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με περίσκεψη αν όχι να αποφεύγονται τελείως.
Οι ακρυλικοί ενδοφακοί παρουσιάζουν τα περισσότερα πλεονεκτήματα σε ότι αφορά στο υλικόκατασκευής.
Τέλος με περίσκεψη επίσης πρέπει να χρησιμοποιούνται οι ενδοφακοί με επίστρωση για την συγκράτηση της υπεριώδους και μπλε ακτινοβολίας.
«Το επίπεδο της γλαυκωματικής βλάβης, τα ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά του ματιού σεσχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ενδοφακού είναι αυτά που θα οδηγήσουν τονοφθαλμίατρο στην καλύτερη επιλογή του ενδοφακού για τον κάθε γλαυκωματικό ή υπερτονικό ασθενή. Απαιτείται δηλαδή θεραπευτική λύση με απολύτως ξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγισηγια να έχουμε την βέλτιστη και υψηλής ποιότητας όραση» καταλήγει ο κ Κοζομπόλης.