Το σκληρό νερό προκαλεί παιδικό έκζεμα;
Το πολύ σκληρό νερό μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο για έκζεμα στην βρεφική ηλικία, σύμφωνα με νέα έρευνα του πανεπιστημίου King’s College στο Λονδίνο.
Όπως έδειξε, η ζωή σε σπίτι όπου το νερό είχε υψηλή σκληρότητα αυξάνει κατά περισσότερο από 80% τον κίνδυνο να παρουσιάσει ένα μωρό δερματικό έκζεμα, το οποίο προκαλεί ξηρότητα, φλεγμονή και έντονο κνησμό (φαγούρα) στο δέρμα.
Όπως εξηγεί ο Δρ. Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος, εξειδικευμένος στην Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική, το δερματικό έκζεμα είναι πολύ συνηθισμένο, αφού προσβάλλει περίπου ένα στα πέντε βρέφη. Οι παράγοντες που το πυροδοτούν πιστεύεται ότι είναι η διαταραχή στο φραγμό του δέρματος και το ξηρό δέρμα, που εν μέρει οφείλονται σε γενετική προδιάθεση.
«Ο δερματικός φραγμός είναι ένα προστατευτικό στρώμα που αποτελεί τμήμα της επιδερμίδας και προφυλάσσει το δέρμα από την απώλεια νερού και την εισβολή μικροοργανισμών» μας λέει. «Στη διαταραχή αυτού του φραγμού μπορεί να συμβάλλουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες, στους οποίους ίσως συμπεριλαμβάνεται η σκληρότητα και το χλώριο του οικιακού νερού, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες της τελευταίας δεκαετίας. Ωστόσο τα ευρήματα αυτά δεν είναι οριστικά και η έρευνα συνεχίζεται. Αν όμως επιβεβαιωθούν αυτά τα πρώτα ευρήματα, μπορεί οι επόμενες γενιές να προστατευθούν από μεγάλη ταλαιπωρία».
«Αυτό που είναι πιο καλά τεκμηριωμένο», συνεχίζει ο Δρ. Μιχελάκης, «είναι ότι η σκληρότητα του νερού μπορεί να αποτελέσει εκλυτικό παράγοντα στην δερματίτιδα εξ επαφής (είναι μια μορφή εκζέματος) των παιδιών σχολικής ηλικίας, πιθανώς διότι τα ιχνοστοιχεία που περιέχει το σκληρό νερό μειώνουν τα επίπεδα υγρασίας στο δέρμα και έτσι ευνοούν την ξηρότητα και τη φλεγμονή».
Η σκληρότητα του νερού εκφράζει την συγκέντρωση των διαλυμένων αλάτων ασβεστίου και μαγνησίου, και εξαρτάται από τα πετρώματα από τα οποία έχει περάσει το νερό. Το σκληρό νερό δεν αφρίζει καλά όταν χρησιμοποιείται μαζί με σαπούνι για πλύσιμο, αφήνει λευκά αποθέματα (πουρί) στην εσωτερική επιφάνεια οικιακών ειδών και συσκευών (π.χ. γίνονται άσπρες οι κατσαρόλες), καθώς και στις βρύσες, ενώ κάνει τα ρούχα σκληρά.
Παλαιότερες έρευνες (π.χ. στη Βρετανία, την Ισπανία, την Ιαπωνία) έχουν δείξει ότι η σκληρότητα του οικιακού νερού συνδέεται με τον κίνδυνο που διατρέχουν τα παιδιά σχολικής ηλικίας να εκδηλώσουν δερματικό έκζεμα. Ωστόσο ως τώρα δεν είχε μελετηθεί αρκετά η συσχέτιση του σκληρού νερού με το έκζεμα των βρεφών, ενώ οι μελέτες είχαν αντιφατικά ευρήματα.
Στη νέα έρευνα, που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Allergy and Clinical Immunology, οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα νερού από τα σπίτια 1.300 οικογενειών που είχαν μωρά ηλικίας τριών μηνών, καταγράφοντας την περιεκτικότητα των νερών σε άλατα και σε χλώριο.
Εξέτασαν επίσης τα μωρά για ατοπική δερματίτιδα (παιδικό έκζεμα) και αξιολόγησαν τη λειτουργία του δερματικού φραγμού τους, μετρώντας την απώλεια νερού μέσω της επιδερμίδας (TEWL) στο υγιές (μη ατοπικό) δέρμα του μπράτσου τους. Τα υπέβαλλαν επίσης σε εξετάσεις για μεταλλάξεις του γονιδίου FLG το οποίο κωδικοποιεί μία σημαντική πρωτεΐνη του δερματικού φραγμού. Οι μεταλλάξεις αυτές οδηγούν σε διαταραχή του δερματικού φραγμού, η οποία πιστεύεται ότι επιτρέπει στα αλλεργιογόνα να εισβάλλουν στο δέρμα και να προδιαθέσουν το σώμα προς μία αλλεργική αντίδραση.
Τέλος, ρώτησαν τους γονείς των παιδιών για το αν χρησιμοποιούν αποσκληρυντικό νερού στο σπίτι, τη συχνότητα με την οποία έκαναν μπάνιο τα μωρά, τα είδη των προϊόντων μπάνιου (π.χ. σαπούνια, αφρόλουτρα) που χρησιμοποιούσαν, καθώς και το αν χρησιμοποιούσαν μαλακτικό στα ρούχα.
Η ζωή σε ένα σπίτι με πολύ σκληρό νερό συνδέθηκε με αύξηση έως 87% του κινδύνου να έχει το μωρό έκζεμα, ανεξάρτητα από την περιεκτικότητα του νερού σε χλώριο. Ο κίνδυνος ήταν πιο μεγάλος στα μωρά που έφεραν μεταλλάξεις του γονιδίου FLG, αν και η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Οι τυχόν συσχετίσεις με τη συχνότητα του μπάνιου, τη χρήση σαπουνιών και σαμπουάν, και τις συνήθειες φροντίδας του δέρματος και υγιεινής δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστες.
«Η έρευνά μας ενισχύει τα ευρήματα που δείχνουν συσχέτιση ανάμεσα στην έκθεση στο σκληρό νερό και τον κίνδυνο για έκζεμα της παιδικής ηλικίας. Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν τα άλατα του νερού καθαυτά ασκούν βλαπτική επίδραση στο δερματικό φραγμό ή αν άλλα στοιχεία που σχετίζονται με τη σκληρότητα του νερού, όπως το pH του, ευθύνονται γι’ αυτό» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr Carsten Flohr, από το Ινστιτούτο Δερματολογίας του King’s College και το Guy’s and St Thomas’ NHS Foundation Trust. «Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ σκληρότητας και χλωρίου στο νερό, με άλλα χημικά του νερού και με την μικροχλωρίδα του δέρματος επίσης μπορεί να παίζουν ρόλο, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ερευνήσουμε. Προγραμματίζουμε νέα μελέτη στην οποία θα εξετάσουμε αν η εγκατάσταση ενός αποσκληρυντικού συστήματος στα σπίτια παιδιών υψηλού κινδύνου για έκζεμα κατά την εποχή της γέννησης, μπορεί να τα προστατεύσει από αυτή τη δερματοπάθεια, καθώς και αν η μείωση των επιπέδων χλωρίου στο νερό παρέχει πρόσθετο όφελος».