Σήμα κινδύνου από τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες για την υπερβολική επιβάρυνση του clawback
Επείγον σήμα κινδύνου για την υπερχρέωση των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών μέσω της υπερβολικής επιβάρυνσης του clawback που οδηγεί σε αποεπένδυση και απειλεί τη βιωσιμότητα του εγχώριου παραγωγικού ιστού, εξέφρασαν οι πρόεδροι της ΠΕΦ και του ΣΑΦΕΕ, στο πλαίσιο ημερίδας με θέμα «Clawback και φαρμακευτική δαπάνη». Επισημαίνεται ότι ΠΕΦ και ΣΑΦΕΕ αντιπροσωπεύουν το 95% της παραγωγικής φαρμακοβιομηχανίας στη χώρα.
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ κ. Θεόδωρος Τρύφων, αναφέρθηκε στο πλήρες αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται ο κλάδος λόγω της υποχρηματοδότησης της φαρμακευτικής δαπάνης και των καθυστερήσεων στην εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων τα τελευταία χρόνια. Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στην κορύφωση των επιβαρύνσεων για τη βιομηχανία το 2019 με υποχρεωτικές επιστροφές που είναι πρακτικά αδύνατο να εξυπηρετηθούν. Αυτό, τόνισε, θα καταστήσει προβληματικές τις κατά τα άλλα υγιείς ελληνικές βιομηχανίες. Ο κ. Τρύφων επισήμανε ότι παράλληλα με το σωστό μέτρο του συμψηφισμού clawback με επενδύσεις της νέας κυβέρνησης, υπάρχει άμεση επιτακτική ανάγκη για την εξαίρεση των εμβολίων από την δημόσια φαρμακευτική δαπάνη και για δικαιότερο επιμερισμό του clawback για τα οικονομικά φάρμακα που συμβάλουν στην προσπάθεια εξοικονομήσεων ώστε κάθε φαρμακοβιομηχανία να πληρώνει ό,τι της αναλογεί. Η προϋπόθεση αυτή είναι αναγκαία όχι μόνο για την επιβίωση τους αλλά και για την υλοποίηση του αναπτυξιακού σχεδιασμού των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, δεδομένου ότι το συνολικό ύψος των επιστροφών αναμένεται να ξεπεράσει φέτος τα 1,7 δις. ευρώ. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες σήμερα αντιμετωπίζουν συνολικές επιβαρύνσεις που φθάνουν στο 70% του τζίρου τους λόγω του συνδυασμού της υψηλής φορολόγησης και του τεράστιου clawback.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συλλόγου Αντιπροσώπων Φαρμακευτικών Ειδών & Ειδικοτήτων (ΣΑΦΕΕ), κ. Δημήτρης Γιαννακόπουλος τόνισε «Το γεγονός ότι είμαστε επτά χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή του clawback ως έκτακτου μέτρου, τα μνημονιακά προγράμματα έχουν τελειώσει επισήμως από τον περσινό Αύγουστο και η σημερινή ημερίδα έχει θέμα “clawback και φαρμακευτική δαπάνη”, δείχνει ότι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Η κατάσταση έχει κουράσει: την ίδια ακριβώς συζήτηση κάνουμε τα τελευταία χρόνια, καταθέτουμε ως φαρμακοβιομηχανία συνεχώς προτάσεις που μπορούν να μας βγάλουν από το αδιέξοδο της φαρμακευτικής πολιτικής που εφαρμόζεται, όμως δεν γίνεται τίποτα. Τι δείχνει αυτό; Ότι όλες οι κυβερνήσεις, και οι προηγούμενες και η σημερινή, έχουν αποδεχτεί μια λανθασμένη πολιτική ως “κανονικότητα”, για να μιλήσουμε και με όρους που αγαπά η κυβέρνηση της ΝΔ. Ακόμα χειρότερα, επιχειρείται να συσκοτιστεί ο χαρακτήρας του clawback που είναι ξεκάθαρα αντιαναπτυξιακός και να παρουσιαστεί σαν “επενδυτικό εργαλείο”. Επίσης, κατά την ομιλία του ο κ. Γιαννακόπουλος στάθηκε στα εξής μηνύματα: Δεν υπάρχει στρατηγική, Χρηματοδότηση από την Κοινωνική Πρόνοια, Ξεχωριστό κονδύλι για τα εμβόλια».
Στην τοποθέτηση του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, σημείωσε «Ο μηχανισμός αυτόματων επιστροφών (clawback) αυξάνει χρόνο με το χρόνο ανεξέλεγκτα, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, για το 2019 θα αγγίξει το ποσό των 1,2 δις ευρώ!! Ενώ τα rebates είναι επιπλέον και θα ξεπεράσουν τα 600 εκατ. ευρώ. Ένα σημαντικό ποσοστό από το clawback αυτό είναι προκλητό από διαχρονικές πολιτικές ή απραξία του υπουργείου υγείας: αδράνεια στη διαπραγμάτευση των νεότερων φαρμάκων, καθυστέρηση ανατιμολόγησης, καθυστέρηση διαγωνισμών, έλλειψη μέτρων και ελέγχων στη συνταγογράφηση, άστοχες παρεμβάσεις στην αποζημίωση που δημιουργούν κόστος χωρίς κανένα όφελος (π.χ. ασφαλιστική τιμή γενοσήμων), χορήγηση απαλλαγών σε διαφόρων ειδών κοινωνικές ομάδες, χορήγηση πρόσβασης στο υγειονομικό σύστημα στους πάντες χωρίς να είναι δικαιούχοι, αδυναμία διεκδίκησης φαρμακευτικής δαπάνης από δικαιούχους άλλων χωρών, καμπάνιες ευαισθητοποίησης του πληθυσμού χωρίς προσθήκη πόρων στη δαπάνη, αύξηση ΦΠΑ σε μερίδα φαρμάκων στο 13% και πολλά άλλα. Αντί η πολιτεία να επικεντρώνει την προσπάθειά της στην συγκράτηση του μεγέθους του clawback, βάζει ως προτεραιότητα την ανακατανομή του, δηλαδή το ποιος θα επιστρέψει πόσα και όχι το πως όλοι μαζί θα κληθούν να επιστρέψουν λιγότερα. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει κατ’ ελάχιστον, εδώ και τώρα, είναι πως το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω πρακτικών θα έπρεπε να μετρηθεί και να προστεθεί το ίσο του στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη».
Συντάκτης: Δήμητρα Χατζηπαναγιώτου