Πάντως, σε σχέση με το 2000, υπήρξαν πέρυσι τέσσερα εκατομμύρια λιγότεροι θάνατοι μικρών παιδιών, κυρίως χάρη στη μείωση των θανάτων κατά τουλάχιστον 30% από πνευμονία, διάρροια, ελονοσία και ιλαρά στη διάρκεια της περιόδου 2000-2015.
Από την άλλη, όμως, αργή είναι η πρόοδος που παρατηρείται στη μείωση των θανάτων τόσο πάνω στη γέννα, όσο και κατά τον πρώτο μήνα μετά τον τοκετό.
Η κυριότερη αιτία θανάτου των παιδιών έως πέντε ετών το 2015 ήσαν οι επιπλοκές λόγω πρόωρου τοκετού (1,1 εκατομμύρια θάνατοι ή 17,8%), οι θάνατοι από πνευμονία (0,9 εκατομμύρια ή 15,5%) και οι θάνατοι στη διάρκεια της γέννας (0,7 εκατομμύρια ή 11,6%).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Λι Λίου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet”, ανέλυσαν στοιχεία για τις 194 χώρες μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Οι θάνατοι παιδιών εμφανίζουν μεγάλες ανισότητες από χώρα σε χώρα, με τα εθνικά ποσοστά να κυμαίνονται από 1,9 έως 155 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις ετησίως. Σχεδόν δύο στους τρεις θάνατοι μικρών παιδιών (3,6 εκατομμύρια ή ποσοστό 60,4%) συμβαίνουν σε δέκα χώρες.
Οι χώρες με τους περισσότερους θανάτους παιδιών είναι όλες αφρικανικές: Ανγκόλα, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Τσαντ, Μάλι, Νιγηρία, Σιέρα Λεόνε και Σομαλία.