Η πρώτη εξέταση κυτταρομεγαλοϊού για τους μεταμοσχευμένους ασθενείς

Η πρώτη εξέταση κυτταρομεγαλοϊού για τους μεταμοσχευμένους ασθενείς

Εγκρίθηκε η πρώτη εξέταση για τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV) από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για χρήση σε λήπτες μοσχεύματος αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων. Με την έγκριση αυτή, η εξέταση COBAS® AmpliPrep/COBAS® TaqMan® CMV Test είναι διαθέσιμη για την παρακολούθηση της θεραπείας του CMV σε όλους τους τύπους μεταμοσχευθέντων ασθενών στις ΗΠΑ.

Όπως ανέφερε ο Uwe Oberlaender, Επικεφαλής της Roche Molecular Diagnostics, «Ο κυτταρομεγαλοϊός είναι η πιο σοβαρή ιογενής λοίμωξη σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων. Με αυτή τη νέα έγκριση από τον FDA, οι ιατροί και οι ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων διαθέτουν άλλο ένα εργαλείο για την καταπολέμηση του CMV. Η Roche, ως παγκόσμιος ηγέτης στον έλεγχο της μοριακής ιολογίας, προσφέρει με υπερηφάνεια μια εξέταση προτυποποιημένη από τον ΠΟΥ για τη βελτίωση της φροντίδας των ληπτών μοσχεύματος».

Η προτυποποιημένη εξέταση της Roche για τον CMV με βάση την τεχνική αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης πραγματικού χρόνου (PCR) είναι σχεδιασμένη για χρήση στο αυτοματοποιημένο COBAS® AmpliPrep/COBAS® TaqMan® System, μια αναγνωρισμένη πλατφόρμα για την παρακολούθηση του ιικού φορτίου πολλαπλών λοιμωδών νοσημάτων.

Η εξέταση προορίζεται για χρήση ως βοήθημα στη διαχείριση των ληπτών μοσχευμάτων συμπαγών οργάνων και αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων, οι οποίοι υποβάλλονται σε θεραπεία κατά του CMV.  Στους πληθυσμούς αυτούς, οι περιοδικές μετρήσεις του DNA μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της ιολογικής ανταπόκρισης στην αντιική αγωγή. Τα αποτελέσματα της εξέτασης πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με όλα τα σχετικά κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα.

Αξίζει δε να τονιστεί πως η συνηθέστερη και σοβαρότερη ιογενής λοίμωξη σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση είναι από τον CMV. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί μέσω του δωρηθέντος οργάνου, προκαλώντας λοίμωξη και ανάπτυξη της νόσου του CMV ή μπορεί να εμφανιστεί με την επανενεργοποίηση του ιού σε μεταμοσχευθέντες ασθενείς με προηγούμενη λοίμωξη από τον CMV.

H νόσος του CMV που προσβάλλει λήπτες αιμοποιητικού μοσχεύματος μπορεί να προκαλέσει βλάβες απειλητικές για τη ζωή σε πολλά όργανα, όπως το συκώτι, οι νεφροί, η γαστρεντερική οδός και τα μάτια. Μεταξύ 50-80% όλου του πληθυσμού των ΗΠΑ έχει προσβληθεί από τον CMV. Παρά το γεγονός ότι τα υγιή άτομα έχουν συνήθως λίγα συμπτώματα την περίοδο της αρχικής μόλυνσης, μετά τη μόλυνση ο ιός παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση στο σώμα εφ’ όρου ζωής. Εάν ένα άτομο βρίσκεται σε ανοσοκαταστολή, όπως συμβαίνει στις μεταμοσχεύσεις, ο ιός μπορεί να επανενεργοποιηθεί και να προκαλέσει συμπτωματική νόσο.