Πρόσβαση σε νέα φάρμακα κατά της ηπατίτιδας C
Η ηπατίτιδα αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας και το πρόβλημα καθίσταται εντονότερο, από το γεγονός ότι το φορτίο νοσηρότητας αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα έτη, καθιστώντας την ανάγκη για θεραπεία επιτακτική. Οι νέες θεραπείες για την ηπατίτιδα C έφεραν την ίαση, αλλά το υψηλό τους κόστος οδήγησε σε αρκετούς προβληματισμούς σχετικά με την πρόσβαση μόνο των πιο βαριά ασθενών στα νέα, ιδιαίτερα αποτελεσματικά φάρμακα.
Όπως ανέφερε στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη διοίκηση, τα οικονομικά και τις πολιτικές της υγείας 2015, ο κ. Σπήλιος Μανωλακόπουλος, Γαστρεντερολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, «η λοίμωξη από τον HCV αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, καθώς εκτιμάται ότι τα άτομα με HCV λοίμωξη ανέρχονται σε 160-170 εκατομμύρια παγκοσμίως , ενώ στην Ελλάδα οι φορείς του ιού αντιστοιχούν στο 1,9% του πληθυσμού».
Παρά τον αυξημένο αριθμό HCV ασθενών, μόνο 25-30% έχουν διαγνωστεί και 45-90% παραμένουν χωρίς θεραπεία, τόνισε ο κ. Μανωλακόπουλος. Ο ΗCV αποτελεί κύρια αιτία κίρρωσης, ηπατικής ανεπάρκειας και καρκίνου του ήπατος και σύμφωνα με εκτιμήσεις ως το 2030 η κίρρωση του ήπατος θα έχει αυξηθεί κατά 45%.
Την ίδια ώρα ο κ. Μανωλακόπουλος μίλησε για τους παράγοντες που επιδεινώνουν την εξέλιξη της χρόνιας HCV, την ασυμπτωματική, «σιωπηλή» πορεία της νόσου και τη μείωση της ποιότητας ζωής που επιφέρει η χρόνια ηπατίτιδα C. Η διάγνωση είναι εύκολη, γρήγορη και φτηνή, καθώς συνίσταται σε μια απλή εργαστηριακή εξέταση, συνέχισε ο ομιλητής. Κύριος στόχος της αντιικής αγωγής είναι η ιολογική κάθαρση, δηλ. η μακροχρόνια ιολογική ανταπόκριση (SVR) 6 μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας. Το ευχάριστο είναι ότι οι νέες θεραπείες έχουν άριστο προφίλ ασφάλειας με ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες και είναι πολύ αποτελεσματικές, καθώς επιτυγχάνουν ανταπόκριση >95%, κάτι που ουσιαστικά σημαίνει ίαση. Το πρόβλημα ωστόσο, συνέχισε ο ομιλητής, είναι το υψηλό κόστος τους, το οποίο οδήγησε στην εφαρμογή κριτηρίων για τη χορήγησή τους και στη χορήγησή τους μόνο στους πιο βαριά ασθενείς και όχι στους ασθενείς που βρίσκονται σε μικρότερο στάδιο της νόσου.
Στη συνέχεια, το λόγο έλαβε ο κ. Γιώργος Καλαμίτσης, Ψυχολόγος, Πρόεδρος του Συλλόγου Ασθενών Ήπατος Ελλάδος «Προμηθέας», ο οποίος στην ομιλία του «Θεραπεία άκρως αποτελεσματική – Πρόσβαση άκρως προβληματική», αναφέρθηκε στην πρόσβαση των ασθενών στις νέες πολύ αποτελεσματικές θεραπείες του HCV και ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την εφαρμογή κριτηρίων όσον αφορά σ τη χορήγησή τους από τον ΕΟΠΥΥ, αλλά και τις απορρίψεις ασθενών από αυτές που έχουν καταγγελθεί στο Σύλλογο ως αδικαιολόγητες. Το κόστος εν καιρώ κρίσης αποτελεί φυσικά σημαντικό εμπόδιο, επεσήμανε ο ομιλητής, ωστόσο η σχέση αποτελεσματικότητας-κόστους των νέων θεραπειών είναι δεδομένη. Για να υπάρξει λύση, πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση, τόνισε ο κ. Καλαμίτσης, αναφέροντας ότι άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν επίσης οικονομικά προβλήματα διαπραγματεύθηκαν με τη φαρμακοβιομηχανία επιτυγχάνοντας καλύτερες τιμές.
Η κ. Βάνα Σύψα, Επίκουρη Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, ανέπτυξε το θέμα «Ηπατίτιδα C στην Ελλάδα: Επιδημιολογικά δεδομένα και προβλέψεις για το φορτίο της νόσου», μιλώντας για το φορτίο και την επίπτωση της νόσου στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, υπάρχουν 150.000 ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C, με 3.700 νέες λοιμώξεις ετησίως, ενώ 7 στις 10 νέες διαγνώσεις ηπατίτιδας C το διάστημα 1992-2004 αφορούν χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, σημείωσε η ομιλήτρια. Το μελλοντικό φορτίο της νόσου εξαρτάται από τις νέες μολύνσεις (επίπτωση), αλλά και τη θεραπεία (ποια θα είναι η αποτελεσματικότητα των θεραπειών στο μέλλον και πόσοι ασθενείς θα διαγνωστούν και θα λάβουν θεραπεία). Το προφίλ της επιδημίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από συνεχιζόμενη μετάδοση σε χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών, υψηλό ποσοστό ασθενών σε στάδιο F3-F4 (32%) και μεγάλο ποσοστό αδιάγνωστων περιπτώσεων και διαγνωσμένων που δεν έχουν πάρει θεραπεία. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του WHO, τόνισε η κ. Σύψα, είναι απαραίτητες οι παρεμβάσεις στον πληθυσμό των χρηστών ενδοφλεβίων ναρκωτικών για τον περιορισμό της μετάδοσης, η μείωση των φραγμών στην πρόσβαση στη θεραπεία και σε επόμενη φάση η διεύρυνση του ελέγχου της HCV λοίμωξης.