Πώς μπορεί να ελαττωθεί η πιθανότητα επιπλοκών στη θυρεοειδεκτομή;

Πώς μπορεί να ελαττωθεί η πιθανότητα επιπλοκών στη θυρεοειδεκτομή;

Μια νέα μελέτη από το Duke University Medical Center δείχνει ότι οι ασθενείς που πρόκειται να αφαιρέσουν τον θυρεοειδή αδένα τους θα πρέπει να αναζητήσουν χειρουργό ο οποίος να εκτελεί τουλάχιστον 25 θυρεοειδεκτομές ετησίως, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος επιπλοκών.

«Ο θυρεοειδής είναι ο αδένας στη βάση του λαιμού που παράγει ορμόνες οι οποίες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στον μεταβολισμό του ανθρώπου. Η ανάγκη για θυρεοειδεκτομή, η οποία είναι μια από τις πιο συχνά εκτελούμενες επεμβάσεις στην τραχηλική χώρα, επιβάλλεται σε περιστατικά κακοήθειας -όπου συχνά απαιτείται ευρύτερος λεμφαδενικός καθαρισμός για την αφαίρεση τυχόν λεμφαδενικών μεταστάσεων- υπερλειτουργίας του αδένα, ή βρογχοκήλης», μας εξηγεί ο γενικός χειρουργός και εξειδικευμένος στη χειρουργική ογκολογία και προηγμένη λαπαροσκοπική χειρουργική Δρ. Εμμανουήλ Ζαχαράκης, προσθέτοντας ότι η εμπειρία του χειρουργού είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του ασθενούς.

Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνουν και οι ερευνητές του Duke Medical, οι οποίοι υποστηρίζουν μάλιστα ότι το 51% των χειρουργών που εκτελούν θυρεοειδεκτομές δεν ξεπερνούν τη μία ανά χρόνο!

Η κύρια συγγραφέας της μελέτης και επικεφαλής του τμήματος ενδοκρινικής χειρουργικής στο Duke, Julie A. Sosa, M.D., σημείωσε ότι λόγω της τεχνικής δυσκολίας της επέμβασης οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν το θάρρος να ρωτήσουν τον υποψήφιο χειρουργό τους πόσες επεμβάσεις τέτοιου είδους εκτελεί τον χρόνο και από την πλευρά τους οι χειρουργοί έχουν την ηθική υποχρέωση να απαντούν. Η διενέργεια περισσότερων επεμβάσεων δεν εγγυάται βέβαια την απουσία επιπλοκών, παρά μόνο λιγότερες πιθανότητες γι’ αυτές, όπως τόνισε.

Αν και η ολική θυρεοειδεκτομή είναι γενικά ασφαλής επέμβαση, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές που δύνανται να αλλάξουν τη ζωή του χειρουργημένου ασθενή. Τέτοιες είναι η αιμορραγία, προβλήματα με τους παραθυρεοειδείς αδένες και βλάβες στο λαρυγγικό νεύρο, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν σε δυσκολίες στην ομιλία, την αναπνοή και την κατάποση. Οποιαδήποτε επιπλοκή απαιτεί περισσότερη φροντίδα μπορεί να αυξήσει το κόστος της επέμβασης και ίσως να θέσει σε κίνδυνο την ποιότητα ζωής του ασθενή.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Annals of Surgery, αξιολόγησε δεδομένα από 16.954 ασθενείς, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε θυρεοειδεκτομή μεταξύ 1998 και 2009 και εντάχθηκαν σε μια εθνική βάση δεδομένων.

Αναλύοντας τα περιστατικά, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του αριθμού των επεμβάσεων που εκτελούν κάθε χρόνο οι χειρουργοί και των ποσοστών επιπλοκών που εμφανίζουν οι ασθενείς τους. Συγκεκριμένα ανακάλυψαν ότι, οι ασθενείς των χειρουργών που πραγματοποιούσαν 1 επέμβαση/έτος είχαν 87% αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών, από 2-5 επεμβάσεις 68%, από 6-10 επεμβάσεις 42%, από 11-15 επεμβάσεις 22%, από 16-20 επεμβάσεις 10%, ενώ οι ασθενείς όσων χειρουργών εκτελούσαν από 21-25 επεμβάσεις διέτρεχαν 3% αυξημένο κίνδυνο.

Σύμφωνα με τον Δρ. Ζαχαράκη, εκτός από τον υπερθυρεοειδισμό, τα νεοπλάσματα και τη βρογχοκήλη, άλλη μια αιτία που μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή στο χειρουργείο είναι οι όζοι του θυρεοειδούς. Τελευταία, η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει επιτρέψει τον ευκολότερο εντοπισμό τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει στατιστική αύξηση των περιστατικών. Παρότι η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει όζους στον θυρεοειδή, μόνο το 5-7% αυτών είναι κακοήθεις.

Όποια όμως κι αν είναι η αιτία που θα οδηγήσει τον ασθενή στο χειρουργείο, αυτός «έχει κάθε δικαίωμα να γνωρίζει την εμπειρία του ανθρώπου που θα τον χειρουργήσει. Η εξειδίκευση και οι σημαντικές αλλαγές που έχουν επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στην εξέλιξη των τεχνικών της ολικής θυρεοειδεκτομής καθιστούν, σε γενικές γραμμές, τη συγκεκριμένη επέμβαση ασφαλή».

Βέβαια η γνώση της εμπειρίας του χειρουργού δεν πρέπει να απασχολεί μόνο τον ασθενή που θα υποβληθεί σε θυρεοειδεκτομή, αλλά όλους τους υποψήφιους για χειρουργείο ασθενείς. «Όλοι μας οφείλουμε να ελέγχουμε την εκπαίδευση και την εμπειρία του χειρουργού, προκειμένου να κινδυνεύουμε λιγότερο από πιθανές επιπλοκές, ανεξάρτητα από το είδος του χειρουργείου στο οποίο πρέπει να υποβληθούμε. Προς την ίδια κατεύθυνση θα βοηθούσε η καταγραφή των ποσοστών νοσηρότητας και θνητότητας, του μέσου όρου νοσηλείας και του αριθμού επανεγχειρήσεων των επιμέρους χειρουργών από τα νοσοκομεία, και η διάθεση των στοιχείων αυτών στο κοινό διαδικτυακά, έτσι ώστε οι ασθενείς να επιλέγουν με πιο ορθολογικό τρόπο τον θεράποντα χειρουργό τους. Το σύστημα αυτό θα λειτουργούσε τόσο προς όφελος των ασθενών που δικαίως αναζητούν τον καλύτερο γιατρό, αυτόν που θα τους απαλλάξει από περιττή ταλαιπωρία, όσο και των παρόχων υγείας, καθώς θα μπορούσε να εξοικονομήσει πόρους, αφού η χειρουργική με ελάχιστο ποσοστό επιπλοκών σημαίνει φθηνότερη νοσηλεία και ταχύτερη ένταξη του ασθενούς στο εργασιακό του περιβάλλον», καταλήγει ο Δρ. Ζαχαράκης.