Ποιοι κινδυνεύουν από τη νόσο των λεγεωναρίων;

Ποιοι κινδυνεύουν από τη νόσο των λεγεωναρίων;

Τα πρόσφατα περιστατικά βαρύτατης πνευμονίας από το βακτήριο της legionella φέρνουν ξανά στο προσκήνιο τη λεγόμενη νόσο των λεγεωναρίων ή, αλλιώς, «νόσο των air conditions», όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται. Η νόσος ονομάστηκε έτσι επειδή η πρώτη επιδημία με το βακτήριο έλαβε χώρα το 1976 σε ξενοδοχείο στη Φιλαδέλφια των ΗΠΑ, όπου συνεδρίαζε η Λεγεώνα της Αμερικής.

Η νόσος χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη λοίμωξη των πνευμόνων και οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα επικίνδυνα βακτήρια που μπορεί να συσσωρευτούν στο εσωτερικό των κλιματιστικών, λόγω της ελλιπούς ή της κακής συντήρησής τους (κυρίως των κεντρικών μονάδων κλιματισμού που χρησιμοποιούν νερό για την ψύχρανση του αέρα), τα οποία στη συνέχεια περνούν στον αέρα που αναπνέει κανείς.

Πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση της νόσου είναι τα άτομα άνω των 50 ετών, οι καπνιστές και οι πρώην καπνιστές, τα άτομα που πάσχουν από χρόνιο νόσημα των πνευμόνων (όπως η ΧΑΠ), τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό, οι καρκινοπαθείς, τα άτομα με διαβήτη και οι πάσχοντες από νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια.

Ποια είναι, όμως, εκείνα τα συμπτώματα που θα πρέπει να μας οδηγήσουν άμεσα στον γιατρό; Η νόσος των λεγεωναρίων εκδηλώνεται συνήθως σε διάστημα 2-10 ημερών από την έκθεση στο μικρόβιο και ξεκινάει με πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους, ρίγη και πυρετό, που μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τους 40oC.

Η πρώτη φάση της νόσου, που μοιάζει πολύ με γρίπη, είναι γνωστή ως «πυρετός Pontiac» και μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς θεραπεία. Στη συνέχεια, η νόσος προσβάλλει τους πνεύμονες.

Εκτός από τα συμπτώματα της πνευμονίας, ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει και άλλα συμπτώματα, τα οποία περιλαμβάνουν βήχα, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από βλέννα ή και αίμα, δύσπνοια, ναυτία, έμετο και διάρροια, ακόμη και σύγχυση.

Εκτός από τους πνεύμονες, η λοίμωξη μπορεί να προσβάλει και άλλα μέρη του σώματος, ακόμη και την καρδιά. Η έγκαιρη θεραπεία με αντιβιοτικά συνήθως θεραπεύει τη νόσο, ωστόσο δεν σπανίζουν και τα περιστατικά θανάτων από αυτή. Η θνητότητα από τη νόσο υπολογίζεται σε 5%-10%.