Πάρκινσον: Τα συμπτώματα που ακυρώνουν τη διάγνωση

Πάρκινσον: Τα συμπτώματα που ακυρώνουν τη διάγνωση

Υψηλά ποσοστά λάθος διαγνώσεων έχουν η νόσος του Πάρκινσον και οι παθήσεις που έχουν παρόμοια συμπτώματα με αυτήν, γιατί δεν υπάρχει κάποια εργαστηριακή ή απεικονιστική εξέταση που να επιβεβαιώνει την παρουσία ή την απουσία τους.

Έτσι, η διάγνωση πρέπει να βασιστεί λεπτομερή νευρολογική εξέταση με την οποία αξιολογούνται τα αντανακλαστικά, η μυϊκή δύναμη, ο συντονισμός των κινήσεων, η ισορροπία, ο διασκελισμός και η κινητικότητα του ασθενούς. Ακόμα και με αυτήν όμως, οριστική διάγνωση μπορεί να μην τεθεί εάν δεν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

«Μελέτες δείχνουν ότι στο 25% των περιπτώσεων οι διαγνώσεις της νόσου του Πάρκινσον είναι λανθασμένες, γιατί υπάρχουν πολλά νοσήματα που μιμούνται τα συμπτώματά της και έτσι άλλοτε οι διαγνώσεις είναι ψευδώς θετικές και άλλοτε ψευδώς αρνητικές», λέει ο Δρ. Παναγιώτης Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας και πρόεδρος της ελληνικής εταιρείας εθελοντών και ασθενών για τη νόσο Πάρκινσον «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ-Κίνηση». «Τέτοια νοσήματα είναι τα επονομαζόμενα Πάρκινσον Plus σύνδρομα (πολυσυστηματική ατροφία, προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση), ο υδροκέφαλος φυσιολογικής πίεσης, η λευκοεγκεφαλοπάθεια (αγγειακή νόσος εγκεφάλου) και η άνοια με σωμάτια Lewy. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι σημαντικές αλλά συχνά αδιόρατες και έτσι για να τεθεί η οριστική διάγνωση μερικές φορές πρέπει να παρακολουθούμε την εξέλιξη ενός ασθενούς επί ένα ή και δύο χρόνια».

Η νόσος του Πάρκινσον είναι αρκετά συνηθισμένη, αφού προσβάλλει έως 30.000 ανθρώπους στη χώρα μας και έως 10 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Τα βασικά κριτήρια για τη διάγνωσή της είναι να έχει ο ασθενής βραδυκινησία (αργές κινήσεις) και ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: α) τρόμο (τρέμουλο) κάποιου άκρου, β) δυσκαμψία σε ένα άκρο, ή/και γ) αστάθεια στη βάδιση.

Για να οφείλονται τα συμπτώματα αυτά στη νόσο Πάρκινσον, πρέπει να εμφανιστούν με συγκεκριμένη χρονική σειρά: να έχουν αρχίσει ετερόπλευρα (από τη μία μεριά του σώματος) και αργότερα να γίνουν αμφοτερόπλευρα (και στις δύο μεριές).
«Αν εξ αρχής επιβραδυνθούν οι κινήσεις και στα δύο χέρια ή/και εμφανιστεί τρέμουλο και στα δύο χέρια, απομακρυνόμαστε από το Πάρκινσον και αναζητούμε άλλες αιτίες», τονίζει ο Δρ. Ζήκος. «Η ασυμμετρία στα κινητικά συμπτώματα συνηγορεί υπέρ του, αλλά η ομοιομορφία κατά».

Άλλα συμπτώματα που απομακρύνουν το ενδεχόμενο του Πάρκινσον είναι η έλλειψη βραδυκινησίας παρότι υπάρχει τρέμουλο, ενώ πολύ ύποπτο είναι να μην ανταποκρίνεται ο ασθενής στο κύριο φάρμακο για τη νόσο, τη ντοπαμίνη, ακόμα και όταν λαμβάνει υψηλή δόση (1.200 mg την ημέρα) για ένα μήνα.

Επίσης οι ασθενείς που έχουν ως πρώτο ή πρώιμο σύμπτωμα (μέσα στον πρώτο χρόνο) αστάθεια και πτώσεις, δύσκολα θα έχουν Πάρκινσον, διότι τα συμπτώματα αυτά κανονικά εμφανίζονται έπειτα από 7-8 χρόνια νόσου. Μεγάλη σημασία έχει επίσης η κατεύθυνση της πτώσης: στο Πάρκινσον η πτώση είναι κατά κανόνα προς τα μπροστά, ενώ στα άλλα νοσήματα κυρίως προς τα πίσω. Οι άρρωστοι με Πάρκινσον εξάλλου πέφτουν κυρίως όταν πάνε να στρίψουν, ενώ οι ασθενείς με Πάρκινσον Plus σύνδρομα και όταν περπατούν ευθεία ή απλώς όταν στέκονται όρθιοι.

Δύσκολα θα έχει Πάρκινσον και ένας ασθενής ο οποίος νωρίς στην πορεία της νόσου του παρουσιάζει δυσαρθρία (μιλάει μπερδεμένα, «μασάει» τα λόγια του, ψευδίζει) και δυσφαγία (πνίγεται ακόμα και με το σάλιο του, με το νερό, με τις σούπες, και βήχει όταν τρώει ή πίνει). «Ακόμα κι αν ο άρρωστος αυτός έχει βραδυκινησία και τρέμει, δεν μπορεί να έχει Πάρκινσον γιατί σ’ αυτό οι ασθενείς δεν έχουν δυσαρθρία αλλά υποφωνία, δηλαδή μιλούν χαμηλόφωνα. Όσον αφορά τη δυσφαγία, αυτή κανονικά θέλει τουλάχιστον 10 χρόνια για να εμφανιστεί. Επομένως όταν βλέπουμε έναν ασθενή με δυσαρθρία, υποψιαζόμαστε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, λευκοεγκεφαλοπάθεια ή προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση», εξηγεί ο Δρ. Ζήκος.

Άλλες ενδείξεις ότι δεν πρόκειται για νόσο Πάρκινσον είναι να μην μπορεί ο ασθενής να κοιτάξει προς τα πάνω, να έχει νωρίς (μέσα στην πρώτη διετία) οπτικές παραισθήσεις ή ορθοστατική υπόταση, ή να παρουσιάσει άνοια πολύ νωρίς (μέσα στο πρώτο έτος).

«Όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις σημαίνουν ότι αφού δεν έχουμε μία συγκεκριμένη εξέταση που να ανιχνεύει τη νόσο, η διάγνωση μοιραία βασίζεται στην εμπειρία του γιατρού και στις επιδόσεις του ασθενούς σε διάφορα τεστ. Αυτός είναι και ο λόγος που συνήθως περιμένουμε ένα ή ακόμα και δύο χρόνια για να δούμε την εξέλιξη των συμπτωμάτων» υπογραμμίζει ο Δρ. Ζήκος. Και συμπληρώνει: «Το μεγαλύτερο λάθος που κάνει ο κόσμος αλλά μερικές φορές και γιατροί είναι ότι συγχέουν το Πάρκινσον με το τρέμουλο και έτσι χάνονται όλα τα άλλα συμπτώματα. Το τρέμουλο μπορεί να οφείλεται σε βλάβη σε άλλους πυρήνες του εγκεφάλου που δεν έχουν καμία σχέση με το Πάρκινσον και δεν είναι το πρωταρχικό ούτε το μοναδικό σύμπτωμα που πρέπει να μας προβληματίζει. Δυστυχώς η καθυστέρηση της σωστής διάγνωσης είναι εις βάρος των ασθενών αφού η άμεση έναρξη της κατάλληλης θεραπείας μπορεί να κάνει τη διαφορά στην πρόγνωσή τους».

Share Button