Μελάνωμα: Μελέτη αποκαλύπτει τον ρόλο της διατροφής
Σπουδαίος είναι ο ρόλος της διατροφής στην πορεία των ασθενών με μελάνωμα που υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία. Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science, διαπίστωσε ότι όσοι ακολουθούσαν μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες έζησαν περισσότερο χωρίς επιδείνωση της νόσου σε σχέση με τους ασθενείς που ακολουθούσαν μια διατροφή φτωχή σε φυτικές ίνες. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διατροφή μπορεί να βοηθήσει τους συγκεκριμένους ασθενείς να ανταποκριθούν στην ανοσοθεραπευτική αγωγή επηρεάζοντας το μικροβίωμα του εντέρου.
Ωστόσο, η μελέτη διαπίστωσε ότι τα διαθέσιμα στο εμπόριο προβιοτικά (ζωντανοί μικροοργανισμοί που συνήθως καταναλώνονται ως συμπλήρωμα για τη βελτίωση της υγείας του εντέρου) μπορεί να έχουν δυνητικά επιζήμιες επιπτώσεις για τους ασθενείς με μελάνωμα που υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία.
Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη εξέλιξη στη μάχη κατά πολλών τύπων καρκίνου, και όχι μόνο του μελανώματος, της πιο θανατηφόρας μορφής καρκίνου του δέρματος.
«Το μελάνωμα είναι ένας από τους πιο επιθετικούς καρκίνους. Οι ασθενείς χάνουν τη ζωή τους λόγω των μεταστάσεων που κάνει σε άλλα όργανα, όπως στο ήπαρ, στους πνεύμονες και στον εγκέφαλο. Στην Αμερική είναι ο πέμπτος πιο συχνός καρκίνος. Αναμένεται να διαγνωστούν το επόμενο έτος περίπου 100.000 νέα περιστατικά. Από αυτούς τους ασθενείς περισσότεροι από 7.000 δεν θα επιβιώσουν, σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία», εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Τα περισσότερα μελανώματα εάν εντοπιστούν έγκαιρα μπορούν να θεραπευτούν με σχετικά μικρές χειρουργικές επεμβάσεις, όπου γίνεται εκτομή του όγκου και αφαίρεση του λεμφαδένα φρουρού. Εάν η διάγνωση καθυστερήσει και ο καρκίνος βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο οι ασθενείς υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστεί και ανοσοθεραπεία», προσθέτει.
Η νέα μεγάλη, διεθνής ερευνητική συνεργασία, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 80 ερευνητές, με επικεφαλής επιστήμονες του Κέντρου Ερευνών για τον Καρκίνο του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου (NCI), που αποτελεί μέρος των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, και του Κέντρου Καρκίνου MD Andersonτου Πανεπιστημίου του Τέξας, επικεντρώθηκε σε μια επαναστατική θεραπευτική τεχνική που ονομάζεται αποκλεισμός των σημείων ανοσολογικού ελέγχου (ICB), η οποία βασίζεται σε φάρμακα-αναστολείς που μπλοκάρουν κάποιες πρωτεΐνες που ονομάζονται σημεία ελέγχου. Αυτές παράγονται από ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος -για παράδειγμα από τα κύτταρα Τ- αλλά και από ορισμένα καρκινικά κύτταρα. Τα σημεία ελέγχου βοηθούν στην αποτροπή υπερβολικά ισχυρών ανοσολογικών αποκρίσεων, αλλά μερικές φορές αυτό σημαίνει ότι εμποδίζουν και τα Τ κύτταρα να σκοτώσουν τα καρκινικά κύτταρα. Έτσι, όταν τα σημεία ελέγχου μπλοκάρονται, τα Τ κύτταρα μπορούν να είναι αποτελεσματικότερα στην εξουδετέρωση των καρκινικών κυττάρων.
Η ερευνητική ομάδα θέλησε να διαπιστώσει, πέραν όλων των άλλων, κατά πόσον η πρόσληψη διαιτητικών (φυτικών) ινών και η χρήση προβιοτικών που διατίθενται στο εμπόριο επηρεάζουν την ανταπόκριση στην ανοσοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο.
Αρχικά σκιαγράφησε το μικροβίωμα του εντέρου και αξιολόγησε τα κλινικά αποτελέσματα σε μια μεγάλη ομάδα 293 ασθενών με μελάνωμα προχωρημένου σταδίου. Το μικροβίωμα του ανθρώπινου εντέρου είναι μια περίπλοκη κοινότητα με περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια μικροβιακά κύτταρα από περίπου 1.000 διαφορετικά είδη βακτηρίων. Διαμορφώνεται από διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και των φαρμάκων, ενώ η γενετική δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στη διαφοροποίηση του μικροβιώματος από άτομο σε άτομο.
Οι ασθενείς που ξεκίνησαν θεραπεία με ICB (87% του συνόλου των συμμετεχόντων) κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια έρευνα του τρόπου ζωής τους, η οποία περιελάμβανε ερωτήσεις σχετικά με τις τροφές που έτειναν να τρώνε ή να αποφεύγουν και αν κατανάλωναν προβιοτικά συμπληρώματα κατά τη διάρκεια του μήνα πριν από τη θεραπεία. Η χαμηλή ή ανεπαρκής πρόσληψη φυτικών ινών αντιστοιχούσε σε λιγότερο από 20 γραμμάρια την ημέρα, ενώ η επαρκώς υψηλή πρόσληψή τους ορίστηκε ως τουλάχιστον 20 γραμμάρια την ημέρα, βάσει των απαντήσεων των ασθενών στο ερωτηματολόγιο διατροφής.
Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για τον προσδιορισμό της ανταπόκρισης του όγκου στη θεραπεία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 37 ασθενείς που πληρούσαν το όριο για δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες είχαν μεγαλύτερη επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου σε σύγκριση με 91 ασθενείς με ανεπαρκή πρόσληψη φυτικών ινών. Κάθε αύξηση της ημερήσιας πρόσληψης φυτικών ινών κατά 5 γραμμάρια συσχετίστηκε με 30% χαμηλότερο κίνδυνο εξέλιξης του καρκίνου ή θανάτου. Αντίθετα, η χρήση προβιοτικών συμπληρωμάτων φάνηκε να μειώνει κάπως την αποτελεσματικότητα των σχημάτων αναστολέων των ανοσολογικών σημείων ελέγχου.
«Πράγματι, τα ευρήματα της μελέτης είναι ελπιδοφόρα. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό περιστατικών μελανώματος θα μπορούσε να προληφθεί. Αν και η κληρονομικότητα παίζει ρόλο στην πιθανότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου καρκίνου του δέρματος, αφού το 10% των ασθενών έχουν τουλάχιστον έναν συγγενή πρώτου βαθμού με ιστορικό της νόσου, η υπερέκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία ενοχοποιείται για τη συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών.
Γι’ αυτό όσοι έχουν ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και χρώμα μαλλιών και ματιών, οικογενειακό ιστορικό, εξασθενισμένο ανοσοποιητικό σύστημα ή περισσότερους από 50 σπίλους στο σώμα τους θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες υψηλού κινδύνου θα πρέπει να επισκέπτονται τακτικά τον δερματολόγο τους προκειμένου να ελέγχονται για ύποπτα σημάδια. Υπάρχουν πολλά δερματοσκοπικά ειδικά χαρακτηριστικά για το μελάνωμα και για άλλους καρκίνους του δέρματος που μπορούν να ανιχνευθούν και είναι μη αντιληπτά με γυμνό μάτι.
Η δερματοσκόπηση είναι μια σύγχρονη και αναίμακτη μέθοδος, που επιτρέπει την πρώιμη διάγνωση των μελαχρωματικών βλαβών τόσο του μελανώματος όσο και των σπίλων που έχουν πολλές πιθανότητες εξαλλαγής. Τα σύγχρονα δερματοσκόπια είναι εξαιρετικά ευαίσθητα – ένα χαρακτηριστικό που είναι καθοριστικής σημασίας για ένα έγκυρο αποτέλεσμα.
Για όσους έχουν μεγάλο αριθμό ελιών στο σώμα τους, συστήνεται η ολόσωμη χαρτογράφησή τους ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ακριβούς διάγνωσης αλλά και μελλοντικής ψηφιακής σύγκρισης», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.