Η αξία της διατροφής στη μάχη κατά της COVID-19
Για να κερδηθεί ένας πόλεμος όσο πιο αναίμακτα γίνεται, θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τον καταλληλότερο τρόπο όλα τα μέσα και τα «όπλα» που υπάρχουν. Στην προκειμένη περίπτωση, στη σύγχρονη μάχη, όπως έχει χαρακτηριστεί από την επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα, κατά του νέου κορωνοϊού, αυτό δεν έγινε.
Ο ρόλος και η αξία της ισορροπημένης διατροφής δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, κάτι που οδήγησε σε πολλές περισσότερες απώλειες.
Η μεγαλύτερη υγειονομική κρίση του αιώνα, με επιπτώσεις στην υγεία, στην ψυχολογία, στην κοινωνία, στην οικονομία και στη διατροφή, που ακόμα και σήμερα κανένας επιστήμονας δεν τολμά ούτε να προσεγγίσει να υπολογίσει, κλείνει περίπου τρία χρόνια παρουσίας. Μέσα από αυτά τα χρόνια η έρευνα που αφορά τη σχέση της διατροφής σε επίπεδο πρόληψης (μόλυνση, οξύτητα συμπτωμάτων της νόσου, μεταφορά σε μονάδες εντατικής, θάνατοι) κρατήθηκε στο ύψος των περιστάσεων, προσφέροντας νέα γνώση στη μάχη κατά του άγνωστου εχθρού.
«Μέσα από τα ερευνητικά δεδομένα που είδαν το φως της δημοσιότητας γίναμε σοφότεροι σε πολλά νέα πεδία- όπως η αρνητική επίδραση της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη στη μόλυνση από τον SARS-CoV-2, η επίδραση της έλλειψης επιμέρους στοιχείων όπως βιταμίνης D και ψευδαργύρου στην αυξημένη πιθανότητα νόσησης και η ουσιαστική ευεργετική δράση ενός ισχυρού ανοσοποιητικού συστήματος», δηλώνει ο δρ Αναστάσιος Παπαλαζάρου, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος.
Μια πολύ πρόσφατη μελέτη ήρθε να τονίσει ακόμα περισσότερο την αξία της σωστής και ισορροπημένης διατροφής στη μάχη κατά του κορωνοϊού, αλλά και να εγείρει εύλογα ερωτηματικά για την πληρότητα της επιστημονικής προσέγγισης, τουλάχιστον του επισήμως συχνά εμφανιζόμενου στο μιντιακό σύστημα, επιστημονικού κόσμου.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Massachusetts General Hospital από ερευνητικές ομάδες του πανεπιστημίου του Harvard και του Kings College London University. Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη όπου παρακολουθήθηκαν 592.571 εθελοντές από το Μάρτιο έως το Δεκέμβριο του 2020. Παράλληλα, με ειδικά σχεδιασμένα ερωτηματολόγια αξιολογήθηκαν οι διατροφικές τους συνήθειες. Στο διάστημα αυτό 31.831 άτομα νόσησαν με COVID-19.
Το εντυπωσιακότερο εύρημα της μελέτης είναι ότι αυτοί που ακολουθούσαν μια φυτοφαγική κατά βάση δίαιτα (φρούτα, λαχανικά, καρποί, λίγο κρέας) είχαν 41% μικρότερες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά από COVID-19 από ό,τι οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν μια δυτικού τύπου δίαιτα (κυρίως κρέας και επεξεργασμένα τρόφιμα). Αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ο περιορισμός μετακινήσεων λόγω των αλλεπάλληλων και μακροχρόνιων lockdowns, οδήγησε πολλούς στην κατανάλωση comfort foods (τροφές πλούσιες σε λιπαρά, ζάχαρη, αλάτι, επεξεργασμένα τρόφιμα) κυρίως μέσα στο σπίτι και συνεπακόλουθα στην αύξηση σωματικού βάρους, εύκολα αντιλαμβανόμαστε την «παγίδα» της κατάστασης που δημιουργήθηκε.
Μάλιστα, η μελέτη ανέδειξε ότι η επίδραση της χαμηλής ποιότητας της δίαιτας στη νόσο με COVID-19 ήταν ακόμα υψηλότερη σε άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
Επιπρόσθετα, τα επιδημιολογικά μοντέλα που ανέπτυξαν οι ερευνητές έδειξαν ένα ακόμα εντυπωσιακότερο εύρημα. Το 1/3 όλων των περιστατικών COVID-19 θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν ένας από τους δυο παράγοντες (δίαιτα, χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο) έλειπε.
«Φυσικά και η χρήση μάσκας, η απόσταση των 2 μέτρων και η υγιεινή των χεριών αποτελούν θεμελιώδεις αρχές προστασίας και το μιντιακό σύστημα σωστά πρόβαλε και συνεχίζει να προβάλλει. Γιατί όμως τόσο καιρό δεν έχει ακουστεί κάτι ή τουλάχιστον δεν έχει προβληθεί στοιχειωδώς η βαρυσήμαντη σχέση διατροφής και πρόληψης της COVID-19; Πόσο διαφορετική θα ήταν η κατάσταση, αν παράλληλα τονιζόταν η αξία της βελτίωσης της ποιότητας της διατροφής, η σημασία διατήρησης ενός υγιούς σωματικού βάρους και η επαρκής κάλυψη του οργανισμού μας με τις απαραίτητες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία;
Αν υπήρχαν ειδικά προγράμματα διατροφικής εκπαίδευσης για την αξία πρόσληψης φρούτων, λαχανικών, καρπών, μικρότερης κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και επεξεργασμένων τροφίμων, προτάσεις υγιεινών συνταγών και απλές συμπεριφορικές συστάσεις αντικατάστασης των παλιών κακών διαιτητικών συνηθειών με νέες πιο υγιεινές; Ποτέ δεν θα μάθουμε γιατί με τα ίσως, τα μπορεί και τα αν δεν γράφεται ιστορία. Τουλάχιστον ας συνυπολογίσουμε και αυτήν την παράμετρο πριν θεσπίσουμε στρατηγικά/πολιτικά τα επόμενα κοινωνικά μοντέλα πρόληψης. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η σωστή διατροφή δεν υποκαθιστά τον εμβολιασμό, ούτε υπονοείται κάτι τέτοιο από τα παραπάνω. Αντίθετα, υπονοείται ή μάλλον αναφέρεται ξεκάθαρα ο προβληματισμός για την απουσία της Διατροφικής διάστασης στο επιστημονικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2», καταλήγει ο κ. Παπαλαζάρου.