«Fat-phobic» ή αλλιώς «λιπο-φοβικοί» καταναλωτές…
Δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένη έννοια στο χώρο της Διαιτολογίας – Διατροφής όσο τα διαιτητικά λίπη. Ειδικότερα, για τα άτομα που επιθυμούν να μειώσουν το σωματικό τους βάρος ή να οργανώσουν τη διατροφική τους συμπεριφορά η απότομη αποστροφή και η ραγδαία μείωση της κατανάλωσης τροφών πλούσιων σε λιπαρά αποτελεί πεποίθηση. Σε αυτό μάλιστα συμβάλλουν μερικές φορές και οι διατροφικές συστάσεις των ειδικών, όταν δεν είναι σαφείς και ολοκληρωμένες, με αποτέλεσμα τη λανθασμένη ερμηνεία τους και την κατεύθυνση του κοινού σε μονοπάτια απαγόρευσης και πλήρους αποφυγής των τροφίμων που περιέχουν λιπαρά.
Έτσι, στην δεκαετία του ΄80, μια νέα κατηγορία έκανε την εμφάνισή της στο δυτικό αναπτυγμένο κόσμο, οι ‘Fat–phobic’ ή αλλιώς ‘λιπο-φοβικοί’ καταναλωτές, που διέπονται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και γνωρίσματα, όπως αναλύεται στη συνέχεια. Φαίνεται ότι η τάση για λιποφοβία, τα τελευταία χρόνια, ζει την κορύφωση της και ίσως χρειαστεί άλλα τόσα χρόνια για να υποχωρήσει, έως ότου η σύγχρονη επιστημονική γνώση γίνει ‘κοινή γνώση’.
Τα άτομα αυτά (60% των καταναλωτών στις Η.Π.Α) προτιμούν και αγοράζουν μόνο τα προϊόντα που αναγράφουν στην συσκευασία τους τη φράση ‘χωρίς λιπαρά’ ή ‘0% λιπαρά’. Μάλιστα οι επιλογές των συγκεκριμένων τροφίμων διαφέρουν ανάλογα με το φύλο του καταναλωτή σύμφωνα με τη μελέτη του M.Barker (Br. J. Nutr. 1995). Επίσης, δεν δίνουν καμία σημασία στο μέγεθος της μερίδας του προϊόντος αλλά ούτε και στην περιεκτικότητα του σε ζάχαρη και στα υπόλοιπα διατροφικά στοιχεία που αναγράφονται στην ετικέτα.
Επιπρόσθετα, διατηρούν την εντύπωση ότι καταναλώνοντας τα συγκεκριμένα τρόφιμα σε μεγάλη ποσότητα, (α) θα πάρουν άφεση αμαρτιών από τις συνολικές θερμίδες που προσλαμβάνουν, καθώς (β) έχουν θεωρητικά ελέγξει την ποιότητα της τροφής που επέλεξαν. Στην πραγματικότητα, σφάλλουν και στις δύο εικασίες.
-
Είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι η απώλεια σωματικού βάρους στηρίζεται στο συνολικό θερμιδικό έλλειμμα που δημιουργείται από τη διαφορά της συνολικής καταναλισκομένης ενέργειας και της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας (σε θερμίδες). Επομένως, αν ένα τρόφιμο δεν περιέχει στα συστατικά του καθόλου λιπαρά, δεν σημαίνει ότι έχει απαραίτητα χαμηλές θερμίδες εφόσον αυτό μπορεί να περιέχει υψηλά ποσοστά σακχάρων ή πρωτεϊνών. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ένα προϊόν με 0% λιπαρά δεν σημαίνει ότι έχει 0 θερμίδες!
-
Όσον αφορά στην ποιότητα του τροφίμου, αυτή δεν κρίνεται αποκλειστικά και μόνο από την περιεκτικότητα σε λιπαρά αλλά από τη συνολική διατροφική του αξία, η οποία προκύπτει από τη συνολική θερμιδική αξία και την περιεκτικότητα σε μακροθρεπτικά (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες) και μικροθρεπτικά (βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία) συστατικά. Έτσι, ένα προϊόν δεν είναι και τόσο ‘ποιοτικό’ αν περιέχει υψηλό ποσοστό αλατιού, βελτιωτικών, και συντηρητικών σε μια προσπάθεια επαναφοράς της γεύσης και της υφής σε σχέση με το πλήρες σε λιπαρά τρόφιμο.
Από την άλλη πλευρά, η βιομηχανία τροφίμων που φαίνεται να έχει επενδύσει πολλά σε αυτές τις δύο “μαγικές” λέξεις στην ετικέτα των τροφίμων σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση των καταναλωτών αναφορικά με την ανάγνωση και την ερμηνεία της ετικέτας διατροφικών στοιχείων και των λοιπών ισχυρισμών υγείας, ωθούν μερίδα του κοινού σε στοχευμένες, ακραίες και επιβλαβείς διατροφικές επιλογές. Καθίσταται σαφές ότι οι εταιρείες θα πρέπει να συμμορφώνονται με την Κοινοτική Οδηγία 90/496/ΕΟΚ, που αφορά στα ποσοστά περιεκτικότητας τροφίμων σε λιπαρά, σύμφωνα με την οποία ο ισχυρισμός ‘χαμηλά λιπαρά’ μπορεί να γίνει μόνο όταν το προϊόν περιέχει λιγότερα από 3g λιπαρών ανά 100g ή 1,5g λιπαρών ανά 100ml, ο ισχυρισμός ‘χωρίς λιπαρά’ αφορά σε προϊόντα που περιέχουν λιγότερα από 0,5g λιπαρών ανά 100g ή 100ml, ενώ ισχυρισμοί που εκφράζονται ως «X% χωρίς λιπαρά» απαγορεύονται. Συνεπώς, αυτή η ‘φοβία’ αποκλειστικά για το λίπος και τα προϊόντα που το περιέχουν χωρίς κανένα διαχωρισμό στο είδος των λιπαρών οξέων, στην πραγματικότητα είναι αβάσιμη και συνάμα επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία καθώς μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στα σκοτεινά μονοπάτια των διατροφικών διαταραχών.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν μόνο ‘κακά’ λιπαρά (όπως τα ζωικά, κυρίως κορεσμένα λιπαρά οξέα και τρανς) που πρέπει να αποφεύγονται αλλά υπάρχουν και εκείνα που δρουν ευεργετικά στον οργανισμό (κυρίως φυτικά και σε ψάρια, ακόρεστα και μονοακόρεστα λιπαρά οξέα) και πρέπει να λαμβάνονται καθημερινά!
Έτσι υπάρχουν και τα λιπαρά εκείνα τα οποία παρέχουν πολύτιμα υλικά για τα κύτταρα του σώματος (π.χ. του δέρματος, ορμόνες), προστατεύουν το καρδιαγγειακό σύστημα (κυρίως της δεύτερης κατηγορίας), προσδίδουν άρωμα και νοστιμιά στα τρόφιμα, ενώ αυξάνουν παράλληλα το αίσθημα του κορεσμού (και μειώνουν το τσιμπολόγημα).
Μια αφοριστική επομένως αποστροφή στο λίπος και σε ότι το περιέχει καθώς και μια επακόλουθη υπερκατανάλωση ‘άλιπων’ προϊόντων πιθανόν να δημιουργήσει νέα προβλήματα παρά την προσδοκώμενη επίλυση των ήδη υπαρχόντων π.χ. μείωση σωματικού βάρους. Μελέτες έχουν δείξει ότι παρόλο τη γενικευμένη υψηλή συνολική πρόσληψη λιπαρών, το 80-90% των καταναλωτών υπολείπετε στην πρόσληψη των ‘καλών’ λιπαρών. Επομένως, μια διατροφή με χαμηλά ή καθόλου με λιπαρά δεν είναι πάντα λύση υγείας. Αντίθετα, μια διατροφή με τα σωστά λιπαρά είναι η λύση που επιζητάτε!
Τελειώνοντας μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι ‘φοβίες’ και οι εμμονές δεν χαρακτήριζαν ποτέ τη σωστή διατροφική συμπεριφορά, η οποία προκύπτει από την ισορροπία, την ποικιλία και το μέτρο στη διατροφική επιλογή. Η βιομηχανία τροφίμων και οι επιστήμονες υγείας θα πρέπει να συστρατευτούν στον αγώνα έγκυρης ενημέρωσης του κοινού σε θέματα που άπτονται της υγιεινής διατροφής και ευεξίας καθώς και της προβολής σωστών διατροφικών προτύπων.
FAT–PHOBIC στα ‘κακά’ λιπαρά, FAT–LOVER στα ‘καλά’ λιπαρά…
Παναγιώτης Α. Βαραγιάννης M.Med.Sc.
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος