Εξωσωματική γονιμοποίηση: Με ποιους τρόπους θα αυξηθούν τα ποσοστά επιτυχίας
Η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και ειδικά η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την υπογονιμότητα και τη στειρότητα σχεδόν από όλες τις αιτίες.
Είναι μία πολύ ακριβής, στοχευμένη και ελεγχόμενη διαδικασία, η οποία επιγραμματικά και με απλά λόγια περιλαμβάνει τη διέγερση των ωοθηκών για να αναπτυχθούν περισσότερα από ένα ωάρια, τη λήψη σπέρματος και ωαρίων από τις ωοθήκες, τη γονιμοποίηση ωαρίων και σπέρματος στο εργαστήριο για την ανάπτυξη εμβρύου και τέλος την τοποθέτηση των καλύτερων ποιοτικά εμβρύων στη μήτρα.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόζεται εδώ και 43 χρόνια και μέχρι σήμερα, περίπου 8 εκατομμύρια παιδιά έχουν γεννηθεί με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας.
Παρά τη συνεχή εξέλιξη και την υιοθέτηση νέων μεθόδων, πολλές φορές η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν είναι επιτυχής στην πρώτη ή στη δεύτερη προσπάθεια, όπως άλλωστε και στη φυσική διαδικασία της σύλληψης, τονίζει ο δρ Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, Ιατρός Αναπαραγωγής, Μαιευτήρας – Χειρουργός – Γυναικολόγος.
Είναι σημαντικό ωστόσο να γίνει αντιληπτό γιατί τα ποσοστά εγκυμοσύνης με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν είναι επιτυχής κατά 100% και για ποιον λόγο οι υποψήφιοι γονείς θα πρέπει να προσπαθήσουν και πάλι.
Όταν ένας κύκλος εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν οδηγεί στην ανάπτυξη εγκυμοσύνης, ο πιο συνηθισμένος λόγος είναι ότι τα έμβρυα σταματούν να αναπτύσσονται πριν μπορέσουν να εμφυτευτούν ή και μετά την εμφύτευση.
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι το πόσο δεκτική είναι η μήτρα για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου και η τεχνική της εμβρυομεταφοράς.
Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτυχημένων προσπαθειών αποδίδεται στην ποιότητα του εμβρύου, δηλαδή στην ικανότητά του να μεγαλώσει μέσα στη μήτρα.
Οι ειδικοί της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχουν στα χέρια τους την τεχνολογία για να προβλέψουν με βάση τα χαρακτηριστικά του εμβρύου, ποια έμβρυα μπορούν να ανταποκριθούν, αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που ακόμα και το “τέλειο” έμβρυο δεν αναπτύσσεται.
Τι αυξάνει το ποσοστό επιτυχίας
Ο ρόλος του γιατρού και των εμβρυολόγων είναι πολύ σημαντικός από την πρώτη κιόλας συνάντηση με τους υποψήφιους γονείς.
Ο γιατρός και η σωστή λήψη ιστορικού
Η λήψη ενός πλήρους ιστορικού υγείας και η ενδελεχής συζήτηση με το ζευγάρι προκειμένου να καθορισθεί ο ιατρικός έλεγχος και οι εργαστηριακές εξετάσεις, είναι τα βήματα που θα οδηγήσουν στον εντοπισμό των αιτίων υπογονιμότητας.
Από ΄κει και πέρα, με τη στενή και ειλικρινή συνεργασία γιατρού και ζευγαριού, θα ξεκινήσει η διαδικασία της κατάλληλης μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η λήψη του ιστορικού υγείας αποτελεί τη βάση για την επίτευξη του στόχου κυρίως για τρεις λόγους:
Θα αποκλειστούν ή θα εντοπιστούν παράμετροι που υπονομεύουν τη γονιμότητα,
Θα προταθούν συγκεκριμένες εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις προκειμένου να υπάρξει μία πλήρης εικόνα για την κατάσταση του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας και του άνδρα,
Δεν θα χαθεί πολύτιμος χρόνος με την προσθήκη άλλων εξετάσεων αργότερα αν διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα υγείας.
Ποιότητα σπέρματος
Επιπλέον, την επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και η ποιότητα του σπέρματος, αλλά η ποιότητα των ωαρίων είναι χωρίς αμφιβολία η πιο σημαντική παράμετρος.
Ποιότητα ωαρίων
Η ποιότητα των ωαρίων καθορίζεται κυρίως από την ηλικία της γυναίκας, αλλά μπορεί να διαφέρει από μήνα σε μήνα. Σε κάθε εμμηνορροϊκό κύκλο, η γυναίκα έχει μια διαφορετική «παρτίδα» ωαρίων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η ποιότητα του ωαρίου μπορεί επίσης να επηρεαστεί από το πρωτόκολλο διέγερσης των ωοθηκών, τη λήψη ορμονών για την ανάπτυξη ωοθυλακίων και τον χρόνο της ωορρηξίας.
Εμβρυολογικό εργαστήριο
Πέρα όμως από τη σωστή και εμπεριστατωμένη λήψη του ιστορικού, εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι εμβρυολόγοι και το εμβρυολογικό εργαστήριο.
Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές, το ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης σε νεαρά ζευγάρια στα οποία η γυναίκα παράγει ικανό αριθμό ωαρίων αγγίζει το 32% ανά προσπάθεια και το ποσοστό της γέννησης αγγίζει το 27%, αναφέρει ο δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος προσθέτοντας ότι η μηνιαία φυσική αναπαραγωγική ικανότητα στην ηλικία των 25 ετών είναι περίπου 25%, στην ηλικία των 30 ετών είναι 15%, μειώνεται στο 10% στην ηλικία των 35 ετών για να φτάσει στο 1% στην ηλικία των 45 ετών.