Επιστολή Ξανθού στους Ευρωπαίους για την απόσυρση από τη “Roche” αντικαρκινικού φαρμάκου

Επιστολή Ξανθού στους Ευρωπαίους για την απόσυρση από τη “Roche” αντικαρκινικού φαρμάκου

Επιστολή απέστειλε ο Υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός στον Επίτροπο Υγείας και τη Διευθύντρια του Περιφερειακού Γραφείου Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για να κάνει τα παράπονά του μετά την απόσυρση ογκολογικού φαρμάκου από την Roche

Ο κ. Ξανθός περιγράφει στους ευρωπαίους αξιωματούχους πως η φαρμακευτική εταιρία προχώρησε στην απαράδεκτη και εκβιαστική κίνηση να ζητήσει την απόσυρση από το σύστημα αποζημίωσης σκευάσματος για το μελάνωμα, ενώ βρισκόταν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης, και ζητάει «την πολιτική αλληλεγγύη» τους, κρίνοντας πως πρόκειται για θέμα που αφορά συνολικά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

«Αυτό που απαιτεί η εταιρεία είναι να πάρουμε πίσω τα πρόσφατα μέτρα για το φάρμακο, τα οποία αναμφισβήτητα επηρεάζουν αρνητικά την κερδοφορία της φαρμακοβιομηχανίας, έχουν όμως μεταβατικό χαρακτήρα, μέχρις ότου αποδώσει η δέσμη των δομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που είναι σε εξέλιξη», αναφέρει ο κ. Ξανθός. Αλλά άγνωστο, όμως, παραμένει ποιοι πείθονται για το μεταβατικό χαρακτήρα των αλλαγών αυτών, αν αναλογιστεί κανείς πως και το clawback από έκτακτο μέτρο έγινε μόνιμο «χαράτσι».

«Η κυκλοφορία νέων φαρμάκων για σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή παθήσεις και μάλιστα σε προσιτές τιμές, δεν μπορεί να εξαρτάται, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, από το business plan της κάθε πολυεθνικής, αλλά από γενικούς κανόνες και ρυθμίσεις που κάθε συντεταγμένη Πολιτεία οφείλει να θέτει για να διασφαλίσει την καθολική και ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις σύγχρονες θεραπείες αλλά και τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας», αναφέρει ο κ. Ξανθός.

Από την πλευρά της η εταιρία ανακοίνωσε πως θα συνεχίσει να παρέχει το φάρμακο στους ασθενείς που το λαμβάνουν ήδη και μέχρι την ολοκληρώση της θεραπείας τους. Για τον κ. Ξανθό, η δυσμενής αυτή εξέλιξη «επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα να αναπτύξουν οι χώρες μας ισχυρές και συστηματικές συνεργασίες στο πεδίο της φαρμακευτικής πολιτικής,», ως ασπίδα εναντίον αθέμιτων εταιρικών πρακτικών.

«Θεωρώ πως αυτού του τύπου οι μονομερείς ενέργειες και οι καταφανώς εκβιαστικές συμπεριφορές, πλήττουν βαθύτατα την ιδέα της αξιόπιστης διαπραγμάτευσης (σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο) ανάμεσα στη φαρμακοβιομηχανία και στα κράτη –μέλη της ΕΕ και υπονομεύουν τις αναγκαίες σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τους», συμπληρώνει.

Η Επιστολή

Αξιότιμε κε Επίτροπε Υγείας της ΕΕ

Αξιότιμη κα Διευθύντρια του Περιφερειακού Γραφείου Ευρώπης του ΠΟΥ

Αξιότιμη/ε κύριε/α Υπουργέ,

με την παρούσα επιστολή μου θα ήθελα να σας ενημερώσω για ένα ζήτημα που κρίνω πως διαφεύγει του στενού εθνικού ενδιαφέροντος και αφορά συνολικά τόσο τους ευρωπαίους εταίρους μας, όσο και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι έχουν την ευθύνη της συνδιαμόρφωσης τεκμηριωμένων πολιτικών υγείας. Το ζήτημα αυτό αφορά την απαράδεκτη και εκβιαστική κίνηση γνωστής Ελβετικής πολυεθνικής φαρμάκου , που , ενώ βρισκόταν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με την αρμόδια Εθνική Επιτροπή , ζήτησε να αποσυρθεί από τη θετική λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων στην Ελλάδα ένα αντικαρκινικό φάρμακο για μια ειδική κατηγορία ασθενών με ανεγχείρητο μεταστατικό μελάνωμα . Ο ισχυρισμός της εταιρείας είναι ότι η διάθεση του εν λόγω φαρμάκου στη χώρα μας , λόγω των πρόσφατων κυβερνητικών ρυθμίσεων ( επιπλέον έκπτωση 25% στα νέα on patend φάρμακα), δεν είναι πλέον συμφέρουσα για την εταιρεία .

Έχει ήδη αναλυθεί , με αφορμή τις συναντήσεις μας στα ευρωπαϊκά fora , και σας είναι γνωστή η προσπάθεια μας να σταθεροποιήσουμε , να ανασυγκροτήσουμε και να ενδυναμώσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας στη χώρα μας, στη βάση των αρχών της καθολικής κάλυψης, της ισότητας και της ανθρωποκεντρικής φροντίδας . Οι προσπάθειες αυτές λαμβάνουν χώρα σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό, συχνά ασφυκτικό, τοπίο δημοσιονομικής στενότητας και επιτροπείας , το οποίο μεταξύ άλλων επιτάσσει τον έλεγχο και τον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών για την υγεία. Σε αυτό το πλαίσιο και σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η δύσκολη ισορροπία μεταξύ ενός δίκαιου και προσβάσιμου σε όλους συστήματος υγείας και της βιώσιμης χρηματοδότησης του , έχουν ληφθεί – πάντα σε συμφωνία με τους «δανειστές» της χώρας και σε εναρμόνιση με τις μνημονιακές μας υποχρεώσεις – συγκεκριμένα μέτρα ελέγχου της συνολικής δημόσιας δαπάνης υγείας και ιδιαίτερα της φαρμακευτικής δαπάνης, που ως γνωστόν επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από μηχανισμούς προκλητής και κατεθυνόμενης ζήτησης .

Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις και αφορούν όλες τις φαρμακευτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Αναγνωρίζοντας τα προβλήματα και τις παρενέργειες των μέτρων λιτότητας στη φαρμακευτική αγορά , επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή κανονικότητα και σταθερότητα στη ροή πληρωμών και στην τήρηση των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές μας. Έχουμε ταυτόχρονα δρομολογήσει σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές (ΗΤΑ , Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, Θεραπευτικά Πρωτόκολλα, κλπ) που αναμένεται να έχουν θετικά αποτελέσματα στην ορθολογικότερη αξιοποίηση της, όντως πολύ οριακής , δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Αυτό που απαιτεί η εταιρεία είναι να πάρουμε πίσω τα πρόσφατα μέτρα για το φάρμακο, τα οποία αναμφισβήτητα επηρεάζουν αρνητικά την κερδοφορία της φαρμακοβιομηχανίας, έχουν όμως μεταβατικό χαρακτήρα , μέχρις ότου αποδώσει η δέσμη των δομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που είναι σε εξέλιξη.

Το Υπουργείο Υγείας και η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρούν ότι η πρόσβαση των πολιτών της χώρας στα καινοτόμα και αποτελεσματικά φάρμακα, και ιδιαίτερα στα φάρμακα για τον καρκίνο, δεν είναι επιχειρηματικό αλλά πολιτικό ζήτημα.

Η κυκλοφορία νέων φαρμάκων για σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή παθήσεις και μάλιστα σε προσιτές τιμές , δεν μπορεί να εξαρτάται , όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, από το business plan της κάθε πολυεθνικής , αλλά από γενικούς κανόνες και ρυθμίσεις που κάθε συντεταγμένη Πολιτεία οφείλει να θέτει για να διασφαλίσει την καθολική και ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις σύγχρονες θεραπείες αλλά και τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας .

Αγαπητοί/ές συνάδελφοι

Δεδομένου ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή , ο ΠΟΥ Ευρώπης όσο και καθεμία και καθένας από εσάς έχουμε επανειλημμένα επισημάνει την αξία των σταθερών, βιώσιμων και αξιόπιστων συστημάτων υγείας για την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών και τη δίκαιη ανάπτυξη των κοινωνιών μας, έκρινα απαραίτητη την ενημέρωση σας για το θέμα. Η παραπάνω εξέλιξη επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα να αναπτύξουν οι χώρες μας ισχυρές και συστηματικές συνεργασίες στο πεδίο της φαρμακευτικής πολιτικής, οι οποίες θα ενισχύουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη και θα αποτρέπουν την εκδήλωση αθέμιτων εταιρικών πρακτικών , που δεν αρμόζουν ειδικά στον κοινωνικά ευαίσθητο τομέα του φαρμάκου.

Θεωρώ πως αυτού του τύπου οι μονομερείς ενέργειες και οι καταφανώς εκβιαστικές συμπεριφορές , πλήττουν βαθύτατα την ιδέα της αξιόπιστης διαπραγμάτευσης ( σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο ) ανάμεσα στη φαρμακοβιομηχανία και στα κράτη –μέλη της ΕΕ και υπονομεύουν τις αναγκαίες σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Οφείλουμε διαρκώς και με όλους τους τρόπους να υπενθυμίζουμε πως η Υγεία και το Φάρμακο δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως απλά εμπορικά προϊόντα και τομείς συνεχώς αυξανόμενων και εγγυημένων εταιρικών κερδών, αλλά ως καθολικά κοινωνικά δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται με ισότιμο τρόπο στους πολίτες , χωρίς αποκλεισμούς και δυσβάστακτες οικονομικές επιβαρύνσεις .

Αγαπητοί/ές συνάδελφοι

Η Ελλάδα δίνει εδώ και πάνω από 7 χρόνια μια πολύ επώδυνη για την κοινωνία μάχη για να σταθεί όρθια, ισότιμη και αξιοπρεπής μέσα στην Ευρώπη . Η προσπάθεια αυτή φαίνεται σιγά-σιγά να πιάνει τόπο και είναι ορατή η βιώσιμη έξοδος από την παρατεταμένη οικονομική κρίση . Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο χρειαζόμαστε την πολιτική αλληλεγγύη των φίλων και εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας .

Με ιδιαίτερη εκτίμηση,

Ο Υπουργός Υγείας της Ελλάδας,

Ανδρέας Ξανθός