Έγκριση του nivolumab για τη θεραπεία προχωρημένου ουροθηλιακού καρκινώματος
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το nivolumab για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου, μη χειρουργήσιμου ή μεταστατικού ουροθηλιακού καρκινώματος (mUC) σε ενήλικες μετά από αποτυχία προηγούμενης θεραπείας που περιείχε πλατίνα. Η απόφαση αυτή καθιστά το nivolumab τον πρώτο ανοσο-ογκολογικό παράγοντα που εγκρίνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση ασθενών που πάσχουν από αυτόν τον συχνό τύπο καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
«Μετά από περίπου 15 χρόνια πενιχρών αποτελεσμάτων στην προσπάθεια ανεύρεσης νέων φαρμάκων για τον καρκίνο του ουροθηλίου, η συνεργασία φαρμακοβιομηχανίας και διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας έφτασε σε αυτό το εντυπωσιακό επίτευγμα», δήλωσε ο Καθ. Θεραπευτικής Ογκολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αριστοτέλης Μπάμιας.
«Η έγκριση του nivolumab από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σηματοδοτεί μια σημαντική εξέλιξη σε ένα νεόπλασμα, στο οποίο οι θεραπευτικές μας επιλογές είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Η ανοσοθεραπεία, η οποία βοηθάει σημαντικά ασθενείς με πρώιμο ουροθηλιακό καρκίνο, πλέον προσφέρει μια αποτελεσματική θεραπεία και σε πιο προχωρημένα στάδια της νόσου. Το nivolumab ήδη χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλα νεοπλάσματα, εξασφαλίζοντας μια δεδομένη εμπειρία των ογκολόγων με το φάρμακο αυτό, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την πολύ καλή ανοχή του από τους ασθενείς, θα βοηθήσει στην άμεση εφαρμογή του σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο ουροθηλίου».
Η έγκριση βασίστηκε στα αποτελέσματα της μελέτης CheckMate -275, μία Φάσης 2, ανοιχτή, μονού σκέλους, πολυκεντρική μελέτη που αξιολόγησε το nivolumab σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνωμα, οι οποίοι εμφάνισαν εξέλιξη της νόσου κατά τη διάρκεια θεραπείας με πλατινούχο χημειοθεραπευτικό σχήμα ή μετά από αυτή ή είχαν εμφανίσει εξέλιξη της νόσου εντός 12 μηνών από τη λήψη νεοεπικουρικής ή επικουρικής χημειοθεραπείας που περιείχε πλατίνα. Στη μελέτη αυτή, 270 ασθενείς έλαβαν nivolumab στη δόση των 3 mg/kg χορηγούμενη ενδοφλεβίως κάθε δύο εβδομάδες έως την εμφάνιση εξέλιξης της νόσου ή μη αποδεκτής τοξικότητας. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR). Τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία περιελάμβαναν την επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) και τη συνολική επιβίωση (OS). Στη μελέτη, 20,0% (95% CI: 15,4, 25,3, 54/270) των ασθενών ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία με nivolumab. Το ποσοστό των ασθενών με πλήρη ανταπόκριση ήταν 3,0% (8/270) και το ποσοστό των ασθενών με μερική ανταπόκριση ήταν 17% (46/270).
«Είμαστε ευτυχείς με την έγκριση του nivolumab από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ασθενείς με προηγουμένως, αντιμετωπισθέν, τοπικά προχωρημένο, μη χειρουργήσιμο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνωμα, πολλοί από τους οποίους έχουν ανάγκη για μία πρόσθετη θεραπευτική επιλογή», δήλωσε ο Murdo Gordon, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος και Γενικός Εμπορικός Διευθυντής στη Bristol-Myers Squibb. «Με αυτή τη δεύτερη έγκριση για το nivolumab στην Ε.Ε. μέσα σε τόσους λίγους μήνες, η Bristol-Myers Squibb αποδεικνύει τη δέσμευσή της να συμβάλλει στην κάλυψη των ανεκπλήρωτων αναγκών των καρκινοπαθών. Πρόθεσή μας είναι να συνεργαστούμε στενά με τις υγειονομικές αρχές της Ε.Ε. για τη διάθεση του nivolumab στους ασθενείς που πάσχουν από αυτή τη συχνή μορφή καρκίνου της ουροδόχου κύστης το ταχύτερο δυνατόν».
Ο μισός από το συνολικό πληθυσμό ασθενών (46%) στη μελέτη CheckMate -275 είχαν επίπεδο έκφρασης του PD-L1 στον όγκο ≥1%, ενώ αποτελεσματικότητα παρατηρήθηκε τόσο στους PD-L1 θετικούς, όσο και στους PD-L1 αρνητικούς ασθενείς. Το ποσοστό ανταπόκρισης ήταν 25% στους ασθενείς με επίπεδο έκφρασης του PD-L1 στον όγκο ≥1% (95% CI: 17,7, 33,6) και 15,8% (95% CI: 10,3, 22,7) στους ασθενείς με επίπεδο έκφρασης του PD-L1 στον όγκο <1%. Σε όλους τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία η διάμεση PFS ήταν 2,0 μήνες, το ποσοστό OS στους 12 μήνες ήταν 41% (95% CI: 34,8, 47,1) και η διάμεση OS ήταν 8,6 μήνες (95% CI: 6,1, 11,3).
Από τους 270 ασθενείς που έλαβαν nivolumab στη μελέτη CheckMate -275, 17,8% εμφάνισαν Βαθμού 3 ή 4 σχετιζόμενη με τη θεραπεία ανεπιθύμητη ενέργεια (ΑΕ). Οι πιο συχνά αναφερόμενες σχετιζόμενες με τη θεραπεία ΑΕ οποιουδήποτε βαθμού ήταν κόπωση (16,7%), κνησμός (9,3%), διάρροια (8,9%), μειωμένη όρεξη (8,1%), υποθυρεοειδισμός (7,8%), ναυτία (7,0%), εξασθένιση (5,9%), εξάνθημα (5,9%) και πυρεξία (5,6%). Οι πιο συχνά σχετιζόμενες με τη θεραπεία ΑΕ Βαθμού 3-4 ήταν κόπωση (1,9%), διάρροια (1,9%), εξασθένιση (1,5%) και εξάνθημα (1,1%). Συνολικά, 4,8% των ασθενών διέκοψαν τη θεραπεία λόγω σχετιζόμενων με τη θεραπεία ΑΕ οποιουδήποτε βαθμού και 3,0% διέκοψαν τη θεραπεία λόγω σχετιζόμενων με τη θεραπεία ΑΕ Βαθμού 3-4. Θάνατος σχετιζόμενος με τη θεραπεία συνέβη σε τέσσερις ασθενείς λόγω πνευμονίτιδας ή καρδιαγγειακής ανεπάρκειας.
Καρκίνος της ουροδόχου κύστης
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης, ο οποίος προέρχεται κατά κανόνα από τα κύτταρα που επενδύουν εσωτερικά την ουροδόχο κύστη, είναι ο πέμπτος πιο συχνός τύπος καρκίνου που διαγιγνώσκεται στην Ευρώπη, με εκτιμώμενο αριθμό 151.000 νέων περιπτώσεων και πάνω από 52.000 θανάτους ετησίως.
Το ουροθηλιακό καρκίνωμα είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος καρκίνου της ουροδόχου κύστης και αποτελεί περίπου το 90% των περιπτώσεων. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων καρκίνου της ουροδόχου κύστης διαγιγνώσκεται σε πρώιμο στάδιο, αλλά τα ποσοστά υποτροπής και εξέλιξης της νόσου είναι υψηλά: περίπου 78% των ασθενών παρουσιάζουν εξέλιξη της νόσου μέσα σε πέντε έτη. Τα ποσοστά επιβίωσης ποικίλλουν ανάλογα με το στάδιο, τον τύπο του καρκίνου και τη χρονική στιγμή της διάγνωσης. Για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης Σταδίου IV, το ποσοστό 5ετούς επιβίωσης είναι 15%.
Συντάκτης: Δήμητρα Χατζηπαναγιώτου