Δραματική μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (ειδικά μετά το 2015) γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 οι Έλληνες θα είμαστε 8,8 εκατομμύρια με το 1/3 του πληθυσμού άνω των 65 ετών.
Προβλήματα γονιμότητας (που υπάρχουν άλλωστε και σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου), ζευγάρια που δεν αποφασίζουν να παντρευτούν ή και να αποκτήσουν παιδιά λόγω της οικονομικής κρίσης, όλο και περισσότερες γυναίκες που συνειδητά δεν θέλουν να γίνουν μητέρες, και μέση ηλικία γάμου όλο και μεγαλύτερη, είναι οι βασικές αιτίες του φαινομένου στη χώρα μας.
Κατά την παρατεταμένη πια κρίση, η ανεργία και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού αλλά και να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου παιδιού μέχρι που αυτό να μην είναι πια εφικτό λόγω ηλικίας…
Την ίδια ώρα, το κράτος παρουσιάζει ένα πρόσωπο αδιάφορο, μην εξασφαλίζοντας δωρεάν παιδικούς σταθμούς για όλες τις οικογένειες που το έχουν ανάγκη, περικόπτοντας επιδόματα τέκνων, μην προστατεύοντας αποτελεσματικά την εργασία της γυναίκας που γίνεται μητέρα και καλείται να παραμείνει για λίγες εβδομάδες με το μωρό της πριν επιστρέψει στην εργασία της…
Ενώ στη Γαλλία η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου τον αριθμό των γεννήσεων, στην Ελλάδα έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Δηλαδή αν δεν παντρευτούμε, δεν κάνουμε και παιδιά. Και εφόσον οι οικονομικές συνθήκες δεν επιτρέπουν “στήσιμο” νέου νοικοκυριού, δεν γεννάμε και παιδιά, κάτι που για την υπόλοιπη Ευρώπη δεν ισχύει.