Αποτελεσματική η ιβουπροφαίνη στην αντιμετώπιση των πονοκεφάλων
Η ιβουπροφαίνη 400mg με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Εταιρείας Κεφαλαλγίας, προτείνεται ως φάρμακο πρώτης επιλογής μεταξύ των ΜΣΑΦ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κεφαλαλγίας τύπου Τάσης (απλή κεφαλαλγία ή πονοκέφαλου), λόγω της αποτελεσματικότητάς της σε σύγκριση με τα αναλγητικά και άλλα ΜΣΑΦ. Η οδηγία είναι σύμφωνη με την αυτήν των Κατευθυντήριων Οδηγιών της Διεθνούς Εταιρείας Κεφαλαλγίας και άλλων διεθνών εταιρειών.
H Κεφαλαλγία τύπου Τάσεως είναι ο συχνότερος τύπος πρωτοπαθούς κεφαλαλγίας. Παρότι η ένταση των κρίσεων συνήθως δεν είναι πολύ μεγάλη, μπορεί να προκαλέσει σημαντική διαταραχή λειτουργικότητας σε ατομικό επίπεδο, ενώ λόγω του μεγάλου επιπολασμού της, η συνολική επιβάρυνση σε επίπεδο κοινωνίας είναι σημαντική. Οι θεραπευτικές επιλογές για την κεφαλαλγία τάσεως είναι λιγότερες από ότι για άλλου τύπου κεφαλαλγίες.
Ως εκ τούτου, μια ακριβής διάγνωση είναι επιτακτική και πρέπει απαραιτήτως να καθορίζεται με τη βοήθεια ενός ημερολογίου κεφαλαλγίας, το οποίο θα συμπληρώνεται για τουλάχιστον 4 εβδομάδες.
Η ιβουπροφαίνη των 400mg σε μορφή άλατος και οι μαλακές κάψουλες ανακουφίζει την κοινή κεφαλαλγία (πονοκέφαλο) στοχεύοντας τις προσταγλανδίνες και οδηγώντας σε ανακούφιση, από τα πρώτα 15 λεπτά. Μελέτες έχουν δείξει ότι είναι πιο αποτελεσματική από την παρακεταμόλη και παρέχει ολοκληρωμένη ανακούφιση σε περισσότερους ανθρώπους.
Οι Οδηγίες τόσο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κεφαλαλγίας όσο και της Ελληνικής Εταιρείας Κεφαλαλγίας συνιστούν η την ιβουπροφαίνη 400mg ως φάρμακο πρώτης επιλογής. Αντίθετα, οι συνδυασμοί απλών αναλγητικών (παρακεταμόλη και ασπιρίνη) με καφείνη είναι φάρμακα δεύτερης επιλογής, αφού εκτιμάται ότι η καφεΐνη που περιέχουν συνεισφέρουν στην κεφαλαλγία.
Με βάση τα προαναφερόμενα, οι Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κεφαλαλγίας, της Ελληνικής Εταιρείας Κεφαλαλγίας αλλά και πολλών άλλων εταιρειών συνιστούν την ιβουπροφαίνη ως θεραπεία πρώτης επιλογής.
Το ιατρικό προσωπικό θα πρέπει να έχει επίγνωση του κινδύνου ανάπτυξης κεφαλαλγίας από κατάχρηση φαρμάκων, ως αποτέλεσμα της συχνής και υπερβολικής χρήσης όλων των τύπων των αναλγητικών στη θεραπεία της οξείας φάσης.