Αποφάσεις για το τέλος της ζωής στη ΜΕΘ
Αβεβαιότητα αλλά και άγχος στο θέμα της λήψης αποφάσεων που σχετίζονται με το τέλος της ζωής βαρέως πασχόντων που νοσηλεύονται στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) χωρίς ουσιαστική ελπίδα επιβίωσης, δημιουργεί στους εντατικολόγους η έλλειψη νομικού πλαισίου στην Ελλάδα.
«Μια πρόσφατη μελέτη που έγινε στην Ελλάδα, έδειξε ότι 91% των Ελλήνων εντατικολόγων θεωρούν τη μη περαιτέρω κλιμάκωση της θεραπείας σε αυτές τις περιπτώσεις, ηθικά πιο αποδεκτή, ενώ το 62% ανέφερε ότι η απόσυρση της θεραπευτικής αγωγής γίνεται σπάνια ή ποτέ. Η οικογένεια και το νοσηλευτικό προσωπικό συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων μόνο στο 11% και 34% αντίστοιχα, ενώ η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (51%) δεν καταγράφει τέτοιες αποφάσεις στο φάκελο του ασθενή, κυρίως λόγω φόβου νομικών κυρώσεων» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η εντατικολόγος στο King΄s College Hospital στο Λονδίνο, Βικτώρια Μεταξά..
Η μελέτη αυτή βασίστηκε σε ερωτηματολόγια στα οποία απάντησε το 40% των εντατικολόγων που είναι εγγεγραμμένοι στην Εταιρεία Αναισθησιολογίας Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος και στην Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας. Από τη μελέτη αυτή προέκυψε, ότι οι εντατικολόγοι στην Ελλάδα αισθάνονται νομικά ακάλυπτοι και νιώθουν άγχος όταν πρόκειται να λάβουν τέτοιες αποφάσεις.
Η κ. Μεταξά εξηγεί ότι υπάρχουν δύο τρόποι να σταματήσει η υποστήριξη του ασθενούς ο οποίος νοσηλεύεται στη ΜΕΘ, χωρίς ουσιαστική ελπίδα επιβίωσης. Ο ένας τρόπος είναι να μη κλιμακωθεί η περαιτέρω υποστήριξη του ασθενούς, να μην του χορηγηθεί ένα καινούριο φάρμακο ή μια υψηλότερη δόση φαρμάκου ή να μη γίνει χρήση αναπνευστήρα. Ο δεύτερος τρόπος είναι να αποσυρθεί η υπάρχουσα υποστήριξη, δηλαδή να σταματήσει η λειτουργία του αναπνευστήρα ή να διακοπεί η χορήγηση φαρμάκων.
«Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα το ίδιο. Ηθικά είναι το ίδιο. Στην Ελλάδα όταν ρωτήσαμε τους εντατικολόγους αν προτιμούν να μη δώσουν περαιτέρω κλιμάκωση ή να αποσύρουν την ήδη υπάρχουσα θεραπεία, το μεγαλύτερο ποσοστό (91%) είπε ότι ηθικά βρίσκει πολύ πιο αποδεκτό να μη κλιμακώσει περισσότερο, ενώ το 62% ανέφερε ότι η απόσυρση της θεραπευτικής αγωγής γίνεται σπάνια ή ποτέ» ανέφερε η κ. Μεταξά.
Ποιοί παράγοντες επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης για το τέλος της ζωής ;
«Τις τελευταίες δεκαετίες, οι σύγχρονες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο τόσο σε τεχνολογικά θέματα, όσο και σε θεραπευτικές μεθόδους. Το γεγονός αυτό δίνει στους εντατικολόγους τη δυνατότητα να συντηρούν με μηχανικά μέσα τα όργανα των βαρέως πασχόντων, να παρατείνουν τη ζωή τους, ακόμα και να αποφασίζουν για την ώρα του θανάτου τους. Οι δύσκολες αυτές αποφάσεις φέρνουν τους γιατρούς της ΜΕΘ αντιμέτωπους με σημαντικές ηθικές και νομικές αξίες, όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αλλά και τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι η ιατρική έχει πάντα ως απώτερο στόχο τη διατήρηση της ζωής. Οι αποφάσεις για το τέλος της ζωής καθορίζονται από μια πλειάδα παραγόντων που έχουν σχέση τόσο με τους ασθενείς, όσο και με τους εμπλεκόμενους γιατρούς» αναφέρει η κ. Μεταξά.
Παράλληλα επισημαίνει ότι: «Αρκετές πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν την αυξανόμενη ηλικία, την συνύπαρξη χρόνιων παθήσεων, τον περιορισμό στη λειτουργικότητα και τις μέρες νοσηλείας στη ΜΕΘ, ως κυριότερους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις για το τέλος της ζωής. Σημαντικός αποδείχθηκε επίσης και ο ρόλος της φυλής, της εθνικότητας και της θρησκείας των ασθενών αλλά και των γιατρών τους στη λήψη τέτοιων αποφάσεων. Ακόμα και κάτω από πανομοιότυπες καταστάσεις, οι θρησκευτικές, τοπογραφικές και πολιτισμικές διαφορές φαίνεται να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αποσύρεται ή δεν κλιμακώνεται περαιτέρω η θεραπεία, την ανάμειξη των ασθενών και των συγγενών τους στις αποφάσεις, και την καταγραφή αυτών στον ιατρικό φάκελο του ασθενή» σημειώνει η κ. Μεταξά.
Στο εξωτερικό υπάρχει νομικό πλαίσιο;
«Στην Αγγλία όπου εργάζομαι, η νομοθεσία λέει ξεκάθαρα ότι η απόφαση για το πόσο θα υποστηριχθεί ένας ασθενής στη ΜΕΘ είναι κατά βάση απόφαση του γιατρού. Σίγουρα οι συγγενείς πρέπει να συμμετέχουν ή ακόμη καλύτερα να συμφωνήσουν, αλλά ακόμη κι αν δεν συμφωνήσουν η απόφαση είναι του γιατρού, επειδή το πλαίσιο είναι ξεκάθαρο. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο και φυσικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποφασίζει ο γιατρός χωρίς να είναι καλυμμένος από το νόμο. Υπάρχει μια ανησυχία για το πώς ακριβώς θα παρθούν οι αποφάσεις, πώς αυτές οι αποφάσεις θα συζητηθούν, είτε με τον ίδιο τον ασθενή, είτε με τους οικείους του, και σε πόσες λεπτομέρειες θα πρέπει να μπούνε. Και αυτό που βγαίνει από τη μελέτη δεν είναι ότι δεν τις παίρνουμε αυτές τις αποφάσεις, δεν είναι δηλαδή ότι συνεχίζουμε επ’ αόριστο, ακόμη κι όταν δεν πρέπει. Αλλά ότι στις αποφάσεις που παίρνουμε έχουμε ένα πρόβλημα να επικοινωνήσουμε επειδή ακριβώς υπάρχει αυτό το άγχος» λέει η κ. Μεταξά.