Απαραίτητη η συνεργασία οδοντιάτρων και ογκολόγων για την αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών
Η χημειοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει τα υγιή κύτταρα του στοματικού βλεννογόνου και να προκαλέσει ευαισθησία, άλγος, εξέλκωση, ξηροστομία, απώλεια ή διαταραχή στην αίσθηση της γεύσης, αιμορραγία από τα ούλα, διαταραχές σιάλου και λοιμώξεις, σημείωσε η Παθολόγος Ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Αναστασία Παφίλη κατά τη διάρκεια της ομιλίας της σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Οδοντιατρικός Σύλλογος Πειραιώς με το Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά «Μεταξά», με θέμα «Ογκολογικός ασθενής». Αλλά και η ακτινοθεραπεία προκαλεί επιπλοκές στο στόμα των ασθενών, ανέφερε από την πλευρά της η Ακτινοθεραπευτής Ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Μαριάννα Παντελιάδου.
Το 80% των ασθενών κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας για καρκίνο κεφαλής και τραχήλου εμφανίζει ακτινοβλεννογονίτιδα. Η νόσος παρουσιάζεται κατά τη δεύτερη-τρίτη εβδομάδα μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας και διαρκεί 4-6 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας. Επίσης, η ξηροστομία ταλαιπωρεί πολλούς ασθενείς από την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας μέχρι το πέρας της ακτινοθεραπείας τους, ενώ υπάρχουν και ασθενείς που ταλαιπωρούνται έως και τρία έτη μετά το τέλος της θεραπείας. Η οστεοακτινονέκρωση εμφανίζεται στους ασθενείς 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας έως και 12 μήνες μετά το πέρας της θεραπείας.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι απαραίτητη η εξέταση της στοματικής κοιλότητας από οδοντίατρο 14 μέρες πριν από την έναρξη της χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας, ενώ μη αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις πρέπει να αναβάλλονται μέχρι την ολοκλήρωση της ογκολογικής θεραπείας.
Οι οδοντίατροι πρέπει να καθοδηγούν τους ασθενείς για τη σωστή υγιεινή του στόματος και να τους παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Για τους πρώτους έξι μήνες μετά τη θεραπεία η οδοντιατρική παρακολούθηση πρέπει να γίνεται κάθε 4-8 εβδομάδες, ενώ εξαγωγή δοντιού πρέπει να πραγματοποιείται έπειτα από έξι μήνες μετά το τέλος της θεραπείας για να περιορίζεται η πιθανότητα εμφάνισης οστεοακτινονέκρωσης. Αν η εξαγωγή δοντιών δεν μπορεί να αποφευχθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να γίνει συντηρητικά με αντιβιοτική κάλυψη και ενδεχομένως θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο.
Η πλήρης συνεργασία οδοντιάτρου και ογκολόγου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την υγεία των ογκολογικών ασθενών, καθώς υπάρχει, για παράδειγμα, και ο κίνδυνος αλληλεπιδράσεων φαρμάκων.
Την ίδια ώρα, όπως τονίστηκε στην ημερίδα, οι οδοντίατροι μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στον έλεγχο των υποτροπών αλλά και στη μείωση της συχνότητας του καρκίνου του στόματος, βελτιώνοντας την πρώιμη διάγνωση. Οι οδοντίατροι μπορούν να αναγνωρίσουν τους ασθενείς που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, να τους ενημερώσουν για τους παράγοντες κινδύνου και να διενεργούν επιμελή κλινική εξέταση της στοματικής κοιλότητας των ασθενών τους.
«Οι οδοντίατροι επίσης πρέπει να είναι ενήμεροι για τυχόν επιπλοκές από τα σύγχρονα φάρμακα της ογκολογίας, όπως είναι οι βιολογικοί παράγοντες και η ανοσοθεραπεία που χορηγούνται για την αντιμετώπιση του καρκίνου εκτός της στοματικής κοιλότητας, όπως για καρκίνο του μαστού, προστάτη και άλλων οργάνων», υπογράμμισε η Χειρουργός Οδοντίατρος Χαρά Χατζηχαλεπλή. Σύμφωνα με την ίδια, «η διαρκής επικοινωνία των οδοντιάτρων με τον θεράποντα ογκολόγο και η τακτική παρακολούθηση των ασθενών αποτελούν τη βάση για τη συνολική και επιτυχή αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών».
Ογκολογικά συμβούλια
Ιδιαίτερη κρίσιμη είναι και η συμμετοχή των οδοντιάτρων στα ογκολογικά συμβούλια των νοσοκομείων. Τα ογκολογικά συμβούλια καθορίζουν την αρχική θεραπευτική αντιμετώπιση όσο και τη μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών με καρκίνο και στα συμβούλια αυτά πρέπει να συμμετέχουν γναθοπροσωπικοί χειρουργοί, ΩΡΛ, νευροχειρουργοί, ακτινολόγοι, παθολογοανατόμοι, ογκολόγοι, λογοθεραπευτές, στοματολόγοι, ειδικοί οδοντίατροι προσθετολόγοι και ειδικοί οδοντίατροι για τη μεταθεραπευτική παρακολούθηση των ασθενών.
«Στα περισσότερα, όμως, νοσοκομεία της χώρας στα αντίστοιχα συμβούλια δεν υπάρχουν οδοντίατροι» ανέφερε ο Παθολόγος – Ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Νικόλαος Ζήρας και πρόσθεσε πως η συμβολή των οδοντιάτρων στα ογκολογικά περιστατικά είναι καθοριστική, καθώς ο ρόλος του οδοντιάτρου είναι σημαντικός πριν από την έναρξη μιας αντικαρκινικής θεραπείας, κατά τη διάρκεια μιας θεραπείας, αλλά και στην παρακολούθηση των ασθενών μετά το πέρας της θεραπείας.
Το Νοσοκομείο Μεταξά, όπως είπε ο κ. Ζήρας, δεν διαθέτει οδοντίατρο, αλλά ο νόμος προβλέπει τη συνεργασία οδοντιάτρου εκτός νοσοκομείου. «Έτσι, για τη σωστή αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών το Νοσοκομείο «Μεταξά» θα συνεργαστεί με τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Πειραιώς» τόνισε ο κ. Ζήρας.