Αντίθετη στην αλλαγή ταυτότητας φύλου από τα 15 η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία
Την αντίθεσή της για την επέκταση της δυνατότητας νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου από την ηλικία των 15 ετών, εκφράζει η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος-Ένωση Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων, τονίζοντας ότι η ηλικία αυτή χαρακτηρίζεται από «ρευστότητα της διαμορφούμενης ταυτότητας φύλου» και η «η εμπλοκή των εν λόγω νέων στη διαδικασία θα επιβαρύνει παρά θα βελτιώσει την ψυχική τους κατάσταση».
Η ΠΕΕ-ΕΝΩΨΥΠ, σε επιστολή της προς τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Υγείας, αναφέρει ότι εισάγονται ζητήματα και διαδικασίες οι οποίες αφορούν την ψυχική υγεία ατόμων εφηβικής ηλικίας, ωστόσο δεν προσκλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της στη σχετική διαβούλευση και στη διαβούλευση της Διαρκούς Επιτροπής με τους φορείς.
Επισημαίνει ότι το θέμα της ταυτότητας φύλου αποτελεί αντικείμενο μελέτης της Ψυχιατρικής και της Παιδοψυχιατρικής Ιατρικής Ειδικότητας. Τόσο η διάγνωση όσο και η αντιμετώπιση, αποτελούν πεδίο συζητήσεων μεταξύ επιστημονικών και κοινωνικών φορέων και η συνεχής εισροή δεδομένων οδηγεί σε αλλαγές και αναθεωρήσεις των συνιστώμενων πρακτικών.
Αναφέρει ότι «η σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία επισημαίνει υψηλότερη ψυχοπαθολογία σε άτομα με “Δυσφορία Φύλου” σε σχέση με το γενικό πληθυσμό» και τονίζει ιδιαίτερα τη «σημασία των Διαταραχών του Φάσματος του Αυτισμού σε άτομα με ζητήματα ταυτότητας φύλου στα οποία υπάρχουν καθυστερήσεις, διαφοροποιήσεις και παρεμβολές συμπτωμάτων στη διαμόρφωση της ταυτότητας, καθώς και παραμορφώσεις στην αξιολόγηση των κοινωνικών καταστάσεων και στην ανάπτυξη οικείων διαπροσωπικών σχέσεων».
Προσθέτει ότι «παρατηρείται υψηλή συννοσηρότητα κατάθλιψης και αυτοκτονικότητας, που δεν υποχωρεί με ιατρικές διαδικασίες αλλαγής φύλου και δυσφορία που παραμένει, παρά τυχόν επιτυχείς κοινωνικές μεταβάσεις».
Σύμφωνα με την ΠΕΕ-ΕΝΩΨΥΠΕ, δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα για εφήβους που έχουν κάνει νομική «μετάβαση» και για τις συνέπειες μια τέτοιας πρακτικής. «Η πλέον πρόσφατη έκδοση κατευθυντηρίων οδηγιών πρακτικής, υπογραμμίζει την πολύ μεγάλη πολυπλοκότητα της Διαταραχής Ταυτότητας/Δυσφορία Φύλου στην παιδική και εφηβική ηλικία και τη σημασία συμμετοχής ειδικού ψυχικής με ειδική εκπαίδευση και γνώσεις, στις αποφάσεις “κοινωνικής μετάβασης”» και επισημαίνει «την ανάγκη αξιολόγησης πιθανών δυσμενών ψυχολογικών και κοινωνικών εκβάσεων στην ζωή του ατόμου (ψυχική υγεία, φίλοι, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνικός ρόλος)».
Επίσης, «η προϋπόθεση συναίνεσης των γονέων δεν φαίνεται ικανή να αποτρέψει δυσμενείς εκβάσεις, καθώς είναι γνωστό ότι η επιμένουσα στην εφηβεία Δυσφορία Φύλου, μπορεί να έχει τροφοδοτηθεί από γονεϊκή ανοχή ή και ενθάρρυνση. Επί πλέον, η γονεϊκή ψυχοπαθολογία αποτελεί έναν από τα πλέον σταθερά ευρήματα. Η πρώιμη μετάβαση σε κοινωνικούς ρόλους του άλλου φύλου, θεωρείται πλέον βασικός παράγοντας διατήρησης και επιμονής της Δυσφορίας Φύλου».