Αυτοί είναι οι νέοι κανόνες του μπότοξ!

Αυτοί είναι οι νέοι κανόνες του μπότοξ!

Σε μια νέα εποχή φαίνεται ότι μπαίνει το μπότοξ ώστε τα πρόσωπα των γυναικών να μην φαίνονται “παγωμένα” αλλά φρέσκα. Ο Στιβ Φάλεκ, πλαστικός χειρουργός στη Νέα Υόρκη, εξηγεί πως το μπότοξ δεν είναι σωστό να γίνεται σε όλες τις ρυτίδες και τις διαχωρίζει σε οριζόντιες και κάθετες:

«Συνήθως οι κάθετες ρυτίδες (στο μεσόφρυο, οι ρυτίδες του καπνιστή, οι “γραμμές της λύπης”), δηλαδή αυτές που δημιουργούνται από την υποχώρηση των όγκων, είναι εκείνες που ευθύνονται για την εικόνα της γήρανσης. Σε αυτές μπορούμε να κάνουμε ενέσεις, όμως τις οριζόντιες (τις ρυτίδες στο μέτωπο και στο “πόδι της χήνας”) πρέπει να τις διαφυλάσσουμε». Ειδικότερα, στο μέτωπο οι μεγάλες δόσεις μπορούν να αλλοιώσουν την έκφραση.

Ο μετωπιαίος μυς είναι αυτός που ανασηκώνει τα φρύδια όταν εκφραζόμαστε. Αν εγχύσουμε μεγάλες ποσότητες φαρμάκου, τότε θα τον παραλύσουμε περισσότερο από όσο χρειάζεται. Για να αποφύγουμε την παγωμένη έκφραση, λοιπόν, δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των οριζόντιων ρυτίδων.

Κάθε πότε;

Μέχρι τώρα οι ενέσεις μπότοξ γίνονταν για να σβήνουν τις υπάρχουσες ρυτίδες. Ωστόσο, σήμερα επιστρατεύονται πριν ακόμη εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια τους, για να εμποδίσουν τον σχηματισμό τους. Μελέτη που παρουσιάστηκε στην Αμερικανική Ακαδημία Δερματολογίας απέδειξε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Σύμφωνα με τον νεοϋορκέζο πλαστικό χειρουργό Ντάρικ Αντέλ «οι ενέσεις στις νεαρές γυναίκες είναι σαν το αντιηλιακό: χρησιμοποιούνται για να προλάβουν τη χαλάρωση. Γιατί να περιμένουμε να εμφανιστεί μία πτύχωση για να ξεκινήσουμε;».

Τα πρωτόκολλα εξατομικεύονται

Κάθε γυναίκα γερνάει με διαφορετικό τρόπο. Μερικές από εμάς υποφέρουν από λεπτές γραμμές στα μάτια από την ηλικία των 25 ετών. Άλλες πάλι φτάνουν στα 40 με ξεκούραστο βλέμμα, ωστόσο παραπονιούνται για τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο. Το μπότοξ δεν είναι ίδιο για όλες. Ο γιατρός είναι εκείνος που αποφασίζει τον τρόπο της εφαρμογής σε κάθε περιοχή ανάλογα με την ένταση της εκφραστικότητας, τον τύπο του δέρματος και τον τρόπο ζωής (κάπνισμα, ηλιοθεραπεία) της γυναίκας.

Εκείνο που αλλάζει είναι ο τρόπος που χρησιμοποιείται το φάρμακο. Ο γιατρός μπορεί να κάνει το διάλυμα περισσότερο ή λιγότερο ισχυρό, να εγχύσει περισσότερη ή λιγότερη ποσότητα σε κάθε περιοχή, να επαναλαμβάνει πιο συχνά ή πιο σπάνια τις ενέσεις. Ανάλογα με τη μέθοδο που ακολουθείται, οι επαναλήψεις γίνονται από 1 φορά κάθε 6 μήνες έως 1 φορά κάθε 2 χρόνια.