Προστάτης: Πότε και γιατί είναι απαραίτητη η δακτυλική εξέταση;
Χρήσιμες πληροφορίες για τη θέση, το μέγεθος και την υφή του προστάτη παρέχει η δακτυλική εξέταση του αδένα, η οποία συνιστάται να γίνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης της κατάστασής του.
Αν και μόνη της η ψηλάφηση του προστάτη δεν επαρκεί για να τεθεί η οριστική διάγνωση του καρκίνου, μπορεί να παράσχει πολύτιμες ενδείξεις για το αν απαιτείται περαιτέρω έλεγχος με εξετάσεις όπως η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία ή η βιοψία.
Όπως εξηγεί ο χειρουργός-ουρολόγος Δρ. Ηρακλής Πούλιας, πριν αρχίσει η ευρεία χρήση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA), η δακτυλική εξέταση αποτελούσε την κύρια εξέταση για προληπτικό έλεγχο για καρκίνο του προστάτη.
Τη δεκαετία του ’90 άρχισαν να εφαρμόζονται συνδυαστικά οι δύο εξετάσεις και, αν η μία από τις δύο είχε παθολογικά ευρήματα, ο ασθενής έκανε βιοψία προστάτη.
Σήμερα, η δακτυλική εξέταση του προστάτη προσφέρεται προαιρετικά κατά περίπτωση, ως τμήμα των ελέγχων που γίνονται για τη διάγνωση αλλά και για την παρακολούθηση της πορείας του καρκίνου του προστάτη μετά τη θεραπεία.
«Οι περισσότεροι καρκίνοι του προστάτη αρχίζουν από την περιφερειακή ζώνη του αδένα και μπορεί να ανιχνευθούν με τη δακτυλική εξέταση όταν έχουν ικανό όγκο. Θα επαληθευτούν όμως στη συνέχεια με άλλες εξετάσεις», λέει ο κ. Πούλιας. «Μελέτες έχουν δείξει ότι σε σχεδόν δύο στις δέκα περιπτώσεις η δακτυλική εξέταση από έμπειρο εξεταστή μπορεί να εντοπίσει έναν καρκίνο, ανεξάρτητα από το επίπεδο του PSA. Ειδικά όμως όταν το PSA είναι χαμηλό (κάτω από 2 ng/ml), τα ύποπτα ευρήματα στην δακτυλική εξέταση έχουν θετική προγνωστική αξία σε ποσοστό έως και 30% των περιστατικών. Έχει επίσης βρεθεί πως η παθολογική δακτυλική εξέταση σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες να έχει ο ασθενής υψηλή βαθμολογία στο Gleason score και γι’ αυτό αποτελεί μία από τις ενδείξεις για βιοψία».
Η βαθμολογία ή σκορ Gleason είναι ένα σύστημα 10 βαθμίδων που δείχνει πόσο έχουν χάσει την δομή τους τα κύτταρα του προστάτη. Όσο πιο επιθετικός είναι ο καρκίνος, τόσο πιο ασχημάτιστα (αδιαφοροποίητα) είναι τα κύτταρα και τόσο μεγαλύτερη η βαθμολογία.
Σε αδρές γραμμές, οι τιμές στο Gleason σκορ 3 έως 7 σημαίνουν μικρής και μέτριας επιθετικότητας καρκίνο, ενώ εκείνες πάνω από 8 υποδηλώνουν έναν ιδιαίτερα επιθετικό όγκο. Η βαθμολογία κατά Gleason είναι μία από τις παραμέτρους που λαμβάνεται υπόψη για να καθοριστεί η θεραπεία για τον καρκίνο του προστάτη.
Μετά τη διάγνωση
Μετά τη διάγνωση του καρκίνου, η δακτυλική εξέταση του προστάτη μπορεί να δώσει μια πρώτη, αδρή εικόνα για το στάδιό του σε ποσοστό έως 50% των περιπτώσεων. Ωστόσο μερικές φορές δείχνει την έκταση του καρκίνου πιο σοβαρή απ’ ό,τι στην πραγματικότητα είναι.
Η δακτυλική εξέταση αποτελεί επίσης αναπόσπαστο τμήμα της ενεργητικής παρακολούθησης, μιας μεθόδου αντιμετώπισης του καρκίνου του προστάτη που προτείνεται σε ασθενείς με καρκίνο ο οποίος είναι αρχικός (στάδιο 1 ή 2) και χαμηλής κακοήθειας(Gleason score κάτω από 7 για άνδρες ηλικίας άνω των 65 ετών, αλλά χαμηλότερο για τους νεότερους). Κατά την ενεργητική παρακολούθηση ο ασθενής κάνει συχνά εξετάσεις για να διαπιστώνεται εάν ο καρκίνος του εξελίσσεται ή είναι στάσιμος. Αν εξελιχθεί, τότε κάνει θεραπεία.
Όσον αφορά τους άνδρες που έχουν κάνει θεραπεία για καρκίνο του προστάτη συνιστάται να γίνεται ο επανέλεγχος στους τρεις, έξι και 12 μήνες από την ολοκλήρωση της θεραπείας, ύστερα κάθε 6 μήνες μέχρι να περάσουν τρία χρόνια και στη συνέχεια μία φορά τον χρόνο.
Τακτικός έλεγχος του προστάτη με ψηλάφηση συνιστάται και στους άνδρες που λαμβάνουν ορμονική θεραπεία για τον καρκίνο τους.
Γιατί όμως ελέγχεται ο προστάτης με δακτυλική εξέταση;
«Επειδή ο προστάτης είναι ένα εσωτερικό όργανο, δεν έχουμε τρόπο να τον εξετάσουμε απευθείας. Βρίσκεται όμως μπροστά από το τελικό τμήμα του ορθού έντερο, οπότε μπορούμε να τον ψηλαφήσουμε μέσω του τοιχώματος του εντέρου και να εντοπίσουμε αν έχει τυχόν παθολογικά σημεία ή σκληρές περιοχές (σκληρίες)», απαντά ο Δρ. Πούλιας.
Πόσο συχνά πρέπει να γίνεται η δακτυλική εξέταση του προστάτη;
«Η γενική σύσταση είναι να πραγματοποιείται η εξέταση μαζί με το PSA, η πρώτη μέτρηση του οποίου συνιστάται πλέον να γίνεται σε ηλικία 40-45 ετών για να υπάρχει μια τιμή αναφοράς, με την οποία θα συγκριθούν όλες οι επόμενες».